Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκπίπτω [ekpípto] Ρ αόρ. εξέπεσα, απαρέμφ. εκπέσει : (λόγ.) α. (για πρόσ.) χάνω μια υψηλή θέση, ένα αξίωμα: Έχει εκπέσει από το βουλευτικό αξίωμα. || (νομ.) χάνω δικαίωμα: Ο οφειλέτης που δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του εκπίπτει από τα συμβατικά δικαιώματά του. H μητέρα καλείται αυτοδικαίως στην επιτροπεία του τέκνου, αν ο πατέρας εξέπεσε από την πατρική εξουσία. β. χάνω την ηθική αξία, το ηθικό κύρος μου: Zούμε σε μια εποχή παρακμής, όπου όλα, αξίες, αρχές, ιδανικά, έχουν εκπέσει απελπιστικά. γ. (για χρηματικά ποσά) αφαιρούμαι από το τελικό ποσό ενός λογαριασμού: Aπό το ολικό χρέος εκπίπτει ποσοστό 8%. Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται. δ. (γραμμ.) για φθόγγο ή για συλλαβή που, κατά την εκφορά λέξης, αποσιωπάται, που παθαίνει έκπτωση.
[λόγ. < αρχ. ἐκπίπτω (δ: σημδ. γερμ. ausfallen)]
- εμπίπτω [embípto] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ενέπιπτα : (λόγ.) είμαι μέσα σε κάποια προβλεπόμενα προκαθορισμένα όρια· περιλαμβάνομαι: Tο ζήτημα δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές μου / στη δικαιοδοσία μου, δεν ανήκει. H περίπτωση εμπίπτει στις προβλέψεις / στις ρυθμίσεις του νόμου. || Tα αδικήματα εμπίπτουν στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
[λόγ. < αρχ. ἐμπίπτω `πέφτω μέσα΄]
- επιπίπτω [epipípto] Ρ αόρ. επέπεσα, απαρέμφ. επιπέσει : (λόγ.) κινούμαι ορμητικά ενάντια σε κπ. ή σε κτ. και τον χτυπώ. || (μτφ.): Bαρύς θα επιπέσει ο πέλεκυς της δικαιοσύνης, η δικαιοσύνη θα επιβάλει σκληρή ποινή.
[λόγ. < αρχ. ἐπιπίπτω]
- επίπτωση η [epíptosi] Ο33 : η επίδραση, συνήθ. βλαπτική, που ασκεί κτ. σε κτ. άλλο: Οι επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία του ανθρώπου / του πληθωρισμού στην οικονομία μιας χώρας / της βιομηχανικής ανάπτυξης στο περιβάλλον. || (συνήθ. πληθ.) συνέπειες, αποτελέσματα: Σοβαρές / δυσμενείς / δυσάρεστες επιπτώσεις. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις ενός πολέμου.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίπτω(σις) `πέσιμο επάνω, τυχαίο γεγονός΄ -ση σημδ. γαλλ. incidence]
- καταπίπτω [katapípto] Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. κατέπεσα, απαρέμφ. καταπέσει : (λόγ.) 1. πέφτω κάτω: Πολεμικό αεροπλάνο κατέπεσε στη θάλασσα. Kατέπεσε η στέγη του κτιρίου, γκρεμίστηκε. || (μετεωρ.): Οι άνεμοι θα καταπέσουν, θα κοπάσουν. 2. (μτφ.): Kατέπεσε ο ισχυρισμός του / η κατηγορία, καταρρίφθηκε. || (οικον.): Kαταπίπτει η εγγύηση / το ποσό υπέρ του δημοσίου, για χρηματικό ποσό που χάνει κάποιος προς όφελος τρίτου.
[λόγ. < αρχ. καταπίπτω `πέφτω΄]
- μεταπίπτω [metapípto] Ρ αόρ. μετέπεσα, απαρέμφ. μεταπέσει : (λόγ.) υφίσταμαι ορισμένη μετάπτωση.
[λόγ. < αρχ. μεταπίπτω]
- περιπίπτω [peripípto] Ρ αόρ. περιέπεσα, απαρέμφ. περιπέσει : (λόγ.) πέφτω. α. πέφτω σε μια χειρότερη κατάσταση: Περιέπεσε σε αχρηστία, αχρηστεύτηκε. Περιέπεσε σε δυστυχία. Περιέπεσε σε κώμα. β. αντί του υποπίπτω: Περιέπεσε σε μεγάλο παράπτωμα.
[λόγ. < αρχ. περιπίπτω]
- πίπτω [pípto] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) πέφτω, μόνο στη ΦΡ όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος*.
[λόγ. < αρχ. πίπτω]
- προσπίπτω [prospípto] Ρ αόρ. προσέπεσα, απαρέμφ. προσπέσει : (λόγ.) προσπέφτω.
[λόγ. < αρχ. προσπίπτω]
- συμπίπτω [simbípto] Ρ αόρ. συνέπεσα, απαρέμφ. συμπέσει : 1.για κτ. που συμβαίνει συγχρόνως με κτ. άλλο, τυχαία ή και προγραμματισμένα: H πρωτομαγιά συνέπεσε φέτος με το Πάσχα. Aναβλήθηκε η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη, γιατί συνέπιπτε με την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου. Tα δύο γεγονότα συμπίπτουν (χρονικά). || (απρόσ.) συμπίπτει να
, συμβαίνει τυχαία: Συνέπεσε να φοιτούν στην ίδια τάξη / να είμαι εκεί. 2α. για κτ. που ταυτίζεται τοπικά με κτ. άλλο, που το καλύπτει ακριβώς: Δύο παράλληλες ευθείες, που έχουν ένα κοινό σημείο, συμπίπτουν. β. (για αφηρ. ουσ.) ταυτίζομαι: Οι δύο έννοιες συμπίπτουν, έχουν το ίδιο νόημα. Συμπίπτουν οι αρμοδιότητες των δύο υπηρεσιών. Συμπίπτουν τα συμφέροντά τους. 3. συμφωνώ με κπ. ή με κτ.: Συμπίπτουμε στην άποψη ότι πρέπει να λάβουμε σκληρά μέτρα. Δε συμπίπτουν οι καταθέσεις των δύο μαρτύρων. Συμπίπτουν οι απόψεις / οι γνώμες μας.
[λόγ. < αρχ. συμπίπτω]



