Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
123 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολιγόψυχος -η -ο [oliγópsixos] Ε5 : (λόγ.) λιγόψυχος.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγόψυχος]
- ολιγοψυχώ [oliγopsixó] Ρ10.9α : (λόγ.) λιγοψυχώ.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγοψυχῶ]
- ολόψυχος -η -ο [olópsixos] Ε5 : (για ψυχική ενέργεια ή κατάσταση) πολύ έντονος: Ολόψυχη αγάπη / αφοσίωση.
ολόψυχα & (λόγ.) ολοψύχως ΕΠIΡΡ με όλη τη δύναμη της ψυχής: Aφοσιώνεται ~ στη δουλειά του. Σου εύχομαι ~ καλή επιτυχία. [ελνστ. ὁλόψυχος· λόγ. < ελνστ. ὁλοψύχως]
- ομοψυχία η [omopsixía] Ο25 : ταύτιση της ψυχικής κατάστασης, ιδίως της διάθεσης απέναντι σε κτ., η οποία χαρακτηρίζει δύο ή περισσότερους ανθρώπους· ομοθυμία: Εθνική ~. Ο λαός αντιμετώπισε με θαυμαστή ~ την ξένη επιδρομή.
[λόγ. < ελνστ. ὁμοψυχία]
- ομόψυχος -η -ο [omópsixos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από ομοψυχία· ομόθυμος.
ομόψυχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ὁμόψυχος]
- όψη η [ópsi] Ο31 : I. η ενέργεια του βλέπω κυρίως στις εκφράσεις εκ πρώτης όψεως, με βάση την πρώτη εντύπωση, χωρίς προσεκτική παρατήρηση ή εξέταση. (λόγ.) (γνωρίζω κπ. ή κτ.) εξ όψεως, τον γνωρίζω, γιατί τον έχω δει, αλλά δεν έχω μιλήσει μαζί του. || (οικον.) (Tραπεζικός) λογαρια σμός όψεως, από τον οποίο ο καταθέτης μπορεί να κάνει ανάληψη χρημάτων, όποτε θέλει. ANT λογαριασμός προθεσμίας. || (αεροναυτ.) Πτή ση* όψεως. II1α. το τμήμα ενός υλικού αντικειμένου που φαίνεται και ιδίως η επιφάνειά του: Xειρόγραφο σε πάπυρο γραμμένο από τη μία μό νο ~. H μπροστινή ~ ενός αντικειμένου, ιδίως κτιρίου, πρόσοψη, φάτσα. H καλή ~ ενός υφάσματος. ANT η ανάποδη. Οι δύο όψεις ενός νομίσματος. ΦΡ η άλλη ~ του νομίσματος*. οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος*. β. το ανθρώπινο πρόσωπο και ιδίως η έκφρασή του: Ωχρή / άγρια / θλιμμένη / φοβισμένη / κουρασμένη / ταλαιπωρημένη ~. Δεν έχει καλή ~, λόγω αρρώστιας. 2. η μορφή, η εμφάνιση, η εικόνα ενός πράγματος και ιδίως: α. το σύνολο των χαρακτηριστικών του, αισθητών ή και νοητών: Άλλαξε η ~ του κόσμου μετά τον τελευταίο πόλεμο. Παραθεριστικές περιοχές που παρουσιάζουν ~ αστικού κέντρου. β. κάθε επί μέρους χαρακτηριστικό ή ομάδα χαρακτηριστικών που συγκροτούν το παραπάνω σύνολο: H νυχτερινή / η καλοκαιρινή ~ μιας πόλης. Οι διάφορες όψεις του συζητούμενου θέματος.
[λόγ. < αρχ. ὄψις (-σις > -ση) & σημδ. γαλλ. aspect, face]
- οψιανός ο [opsianós] & οψιδιανός ο [opsiδianós] Ο17 : (ορυκτ.) ονομασία ηφαιστειογενών πετρωμάτων με σκληρή υφή και σκούρο χρώμα: Nεολιθικά εργαλεία και όπλα καμωμένα από οψιανό.
[λόγ. < ελνστ. ὀψιανός λίθος < λατ. obsianus· λόγ. < γαλλ. obsidian(e) -ός < λατ. obsidianus παραλλαγή της λ. obsianus]
- οψιμάθεια η [opsimáθia] Ο27 : (λόγ.) η απόκτηση γνώσεων σε προχωρημένη ηλικία.
[λόγ. οψι(μαθής) -μάθεια (πρβ. ελνστ. ὀψιμαθία ίδ. σημ.)]
- οψιμαθής -ής -ές [opsimaθís] Ε10 : (λόγ.) που απέκτησε γνώσεις, που μορφώθηκε σε προχωρημένη ηλικία.
[λόγ. < αρχ. ὀψιμαθής]
- οψιμιά η [opsimná] Ο24 : (λαϊκότρ.) όψιμο φρούτο ή λαχανικό.
[όψιμ(ος) -ιά]