Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 123 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοψίδι το [kopsíδi] Ο44 : (οικ.) ως χαρακτηρισμός μικρού κομματιού κρέατος, ιδιαίτερα νόστιμα ψημένου.
[κοψ- (κόβω) -ίδι]
- κόψιμο το [kópsimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κόβω. α. Tο ~ των δέντρων έγινε με ηλεκτρικό πριόνι. || Tο ~ της τούρτας / της πίτας, εορταστική, επίσημη διαδικασία. β. πληγή από αιχμηρό όργανο: Έχει ένα βαθύ ~ στο χέρι. γ. διακοπή, σταμάτημα μιας συνήθειας, συνήθ. κακής: Mε το ~ του τσιγάρου άρχισε να παχαίνει. δ. το ξεχώρισμα των συστατικών ως αποτέλεσμα αλλοίωσης: Για να αποφύγετε το ~ της μαγιονέζας
2. ο τρόπος με τον οποίο είναι κομμένο κτ., ή το σχήμα το οποίο έχει πάρει κτ. ύστερα από κόψιμο: Δε μ΄ αρέσει το ~ των μαλλιών σου. Φόρεμα με ωραίο ~. 3. (αθλ.) στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ, η ενέργεια κατά την οποία ένας παίχτης ανακόπτει την επίθεση του αντιπάλου του. 4. (οικ.) α. κοιλόπονος που συνοδεύεται συνήθ. από διάρροια: Έχω / μ΄ έπιασε ~. β. (μτφ., ειρ.) για επείγουσα ανάγκη: Δεν έχω και κανένα ~ για να τρέχω έτσι!
[μσν. κόψιμον (στη σημ. 1) < κοψ- (κόβω) -ιμον]
- κοψο- [kopso] : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ονόματα χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο ή ένα ζώο από το γεγονός ότι είναι κομμένο το μέλος του σώματός του που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~μύτης, ~νούρης, ~χέρης. 2. σε σύνθετα ρήματα δηλώνει ότι έχει καταπονηθεί το μέλος του σώματος που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~μεσιάζω.
[μσν. κοψο- < κοψ- (συνοπτ. θ. του ρ. κόβω) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κοψο-χέρης]
- κοψομεσιάζω [kopsomesxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) για φορτίο που καταπονεί τη μέση κάποιου, συνήθ. όταν έχει υπερβολικό βάρος: Kοψομεσιάστηκε να κουβαλάει πέτρες όλη μέρα. Mε κοψομέσιασαν αυτές οι τσάντες.
[κοψο- + μέσ(η) -ιάζω]
- κοψοχέρης ο [kopsoxéris] Ο11 θηλ. κοψοχέρα [kopsoxéra] Ο25α : (οικ.) αυτός που έχει μετανιώσει για την ψήφο που έδωσε σε κπ., που θα προτιμούσε να είχε κόψει το χέρι του παρά να είχε κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή.
[μσν. κοψοχέρης < κοψο- + χέρ(ι) -ης· κοψοχέρ(ης) -α]
- κοψοχρονιά [kopsoxroná] & κοψοχρονιάς [kopsoxronás] επίρρ. : (προφ.) για πώληση σε εξευτελιστική τιμή λόγω επείγουσας ανάγκης.
[κοψο- + χρονιά· γεν. σε επιρρ. χρήση]
- κριθαρόψωμο το [kriθarópsomo] Ο41 : ψωμί από κριθαρένιο αλεύρι.
[κριθάρ(ι) -ο- + ψωμ(ί) -ο]
- λαιμόκοψη η [lemókopsi] Ο33α : μικρό άνοιγμα που έχουν τα ρούχα στο σημείο του λαιμού, όπου προσαρμόζεται, ενώνεται ο γιακάς· λαιμουδιά: Στρογγυλή / τετράγωνη ~.
[λαιμ(ός) -ο- + κόψη]
- λιγοψυχιά η [liγopsixá] Ο24 : έλλειψη θάρρους ή ψυχικής αντοχής, δειλία.
[μσν. ολιγοψυχία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ολίγος > λίγος και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ολίγ(ος) -ο- + ψυχ(ή) -ία]
- λιγόψυχος -η -ο [liγópsixos] Ε5 : που του λείπει το θάρρος, το κουράγιο στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων· λιπόψυχος.
[ελνστ. ὀλιγόψυχος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]



