Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
123 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διπλοψηφία η [δiplopsifía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διπλοψηφίζω: Aπαγορεύεται η ~. Διαπιστώθηκαν πολλές διπλοψηφίες.
[λόγ. διπλο- + ψήφ(ος) -ία]
- διπλοψηφίζω [δiplopsifízo] Ρ2.1α : ψηφίζω δύο φορές στην ίδια εκλογή, κατά παράβαση του νόμου.
[λόγ. διπλο- + ψηφίζω]
- δυσχρωματοψία η [δisxromatopsía] Ο25 : (ιατρ.) ανωμαλία της όρασης, εξαιτίας της οποίας το άτομο που πάσχει δεν μπορεί να διακρίνει ορισμένα χρώματα, κυρίως τα τρία βασικά.
[λόγ. < γαλλ. dyschromatopsie < dys- = δυσ- + αρχ. χρωματ- (χρῶμα) + ὄψ(ις) `ικανότητα όρασης, κοίταγμα΄ -ie = -ία]
- ενόψει [enópsi] επίρρ. : μπροστά, ενώπιον. 1α. κυρίως σε επιφωνηματικές προτάσεις με τις οποίες ο ομιλητής προειδοποιεί ότι κάποιος κίνδυνος ή απειλή εμφανίζεται μπροστά μας: Εχθρός ~! Kίνδυνος ~! β. σε στερεότυπη εκφορά: Πληρωτέο ~, εξοφλείται, πληρώνεται αμέσως. 2. (λόγ.) σε θέση πρόθεσης. α. χρονικά με γενική· ενώπιον, μπροστά σε, κοντά σε: Bρισκόμαστε ~ εκλογών / εξελίξεων / αλλαγών, επίκεινται εκλογές, εξελίξεις κτλ. β. με έναρθρη γενική, εκφέρει το λόγο εξαιτίας του οποίου ισχύει αυτό που εκφράζει η πρόταση που ακολουθεί: ~ των μετατάξεων συμπληρωματικά δηλώνω, επειδή πρόκειται να γίνουν μετατάξεις, συμπληρωματικά
[λόγ.: 1: ελνστ. φρ. ἐν ὄψει, δοτ. του αρχ. ὄψις· 2: σημδ. γαλλ. en vue de]
- έποψη η [épopsi] Ο33 : (λόγ.) άποψη.
[λόγ. < αρχ. ἔποψις (-σις > -ση)]
- ηλιοψημένος -η -ο [ilopsiménos] Ε3 : που το δέρμα του έχει πάρει από τον ήλιο ένα ωραίο σκούρο, μελαψό χρώμα· ηλιοκαμένος.
[ηλιο- + ψημένος μππ. του ψήνω]
- ιεροψάλτης ο [ieropsáltis] Ο10 : ψάλτης σε (ορθόδοξη) εκκλησία: Δεξιός ~, δεξιός ψάλτης, πρωτοψάλτης.
[λόγ. < ελνστ. ἱεροψάλτης]
- ισοψηφία η [isopsifía] Ο25 : η συγκέντρωση ίσου αριθμού ψήφων σε μια ψηφοφορία: Σε περίπτωση ισοψηφίας η ψήφος του προέδρου λογαριάζεται διπλή.
[λόγ. < ελνστ. ἰσοψηφία]
- ισοψηφώ [isopsifó] Ρ10.9α : παίρνω ίσο αριθμό ψήφων με άλλον σε μια ψηφοφορία: Iσοψηφούν δύο υποψήφιοι ενός συνδυασμού. Οι προτάσεις των αντιπάλων ισοψήφησαν με 110 ψήφους. Οι εκλογές θα επαναληφθούν μεταξύ των δύο πρώτων συνδυασμών που ισοψήφησαν.
[λόγ. < αρχ. επίθ. ἰσόψηφ(ος) `με ίσες ψήφους΄ -ώ]
- κακοψήνω [kakopsíno] -ομαι Ρ1 αόρ. κακόψησα και κακοέψησα, απαρέμφ. κακοψήσει (συνήθ. στη μππ.) : ψήνω κτ. λιγότερο από ό,τι πρέπει. ANT καλοψήνω: Tο κρέας είναι κακοψημένο. Kακοψημένο ψάρι.
[κακο- + ψήνω]