Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.084 εγγραφές [1081 - 1084] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωμοφάγος -ος -ο [omofáγos] Ε14 : (λόγ.) που τρέφεται με ωμό (άψητο) κρέας.
[λόγ. < αρχ. ὠμοφάγος]
- ωμοφόριο το [omofório] Ο40 : (εκκλ.) η πλατιά και επιμήκης υφασμάτινη ταινία την οποία φορούν στους ώμους τους οι επίσκοποι κατά τη διάρκεια μιας ιεροτελεστίας: Mέγα / μικρό ~.
[λόγ. < ελνστ. ὠμοφόριον]
- ωραιόφυλλο το [oreófilo] Ο41 : ονομασία καλλωπιστικού φυτού εσωτερικού χώρου, με μεγάλα φύλλα.
[λόγ. ωραιο- + φύλλον]
- ωχρόφαιος -η -ο [oxrófeos] Ε5 : που έχει χρώμα φαιό (σταχτί) με απόχρωση προς το ωχρό· (πρβ. σταχτοκίτρινος).
[λόγ. ωχρο- + φαι(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. gris pâle]