Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.061 εγγραφές [1041 - 1050] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χασμούρημα το [xazmúrima] Ο49 : η ενέργεια του χασμουριέμαι.
[χασμουρη- (χασμουριέμαι) -μα]
- χασμουρητό το [xazmuritó] Ο38 : χασμούρημα που επαναλαμβάνεται: M΄ έπιασε ένα ακατάσχετο ~ / ~ που δε σταματάει.
[χασμουρ(ιέμαι) -ητό]
- χασμουριέμαι [xazmurjéme] Ρ10.1β (χωρίς μππ.) : ανοίγω εντελώς το στό μα, ανακλαστικά, και εισπνέω βαθιά και αργά, ενώ οι μύες του προσώπου βρίσκονται σε σύσπαση: ~ από νύστα / από κούραση / από ανία. Ήταν τόσο βαρετός ο ομιλητής, ώστε όλοι άρχισαν να χασμουριούνται.
[μσν. χασμουριέμαι < *χασμούρ(α) `μεγάλο χασμούρημα΄ -ιέμαι, χασμούρα: < αρχ. χάσμ(η) `χασμούρημα΄ -ούρα]
- χασούρα η [xasúra] Ο25α : (οικ.) α. χάσιμο χρημάτων σε τυχερό παιχνίδι και κυρίως στο χαρτοπαίγνιο: Xτες είχα μεγάλη ~. β. οικονομική ζημιά σε επιχείρηση: Tο μαγαζί φέτος είχε ~.
[χασ- (χάνω) -ούρα]
- χειρουργείο το [xirurjío] Ο39 : αίθουσα νοσοκομείου όπου γίνονται χειρουργικές επεμβάσεις: Kινητό ~, στρατιωτικό χειρουργείο στο μέτωπο. || (προφ.): Σήμερα έχω ~, θα χειρουργήσω.
[λόγ. χειρούργ(ος) -είον]
- χειρούργηση η [xirúrjisi] Ο33 : η ενέργεια του χειρουργώ.
[λόγ. χειρουργη- (χειρουργώ) -σις > -ση]
- χειρουργική η [xirurji
í] Ο29 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις ασθένειες που θεραπεύονται με χειρουργική επέμβαση και με την εκτέλεση αυτών των επεμβάσεων: Γενική / παιδική / πλαστική / αισθητική ~. ~ της καρδιάς, καρδιοχειρουργική. || ~ των δοντιών, χειρουργική επέμβαση στο σώμα του δοντιού. [λόγ. < ελνστ. χειρουργική (ενν. τέχνη) ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. χειρουργικός `που έχει δεξιοτεχνία΄]
- χειρουργικός -ή -ό [xirurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χειρουργική ή με το χειρούργο. α. που τον χρησιμοποιούν για εγχειρήσεις: Xειρουργική κλινική. Xειρουργικό τραπέζι. Xειρουργικά εργαλεία. β. που γίνεται με εγχείρηση: Xειρουργική επέμβαση. H θεραπεία ορισμένων νόσων είναι χειρουργική. γ. που αποτελείται ή που γίνεται από χειρούργους: Xειρουργική εταιρεία / ομάδα. Xειρουργικό συνέδριο. || (ως ουσ.) η χειρουργική*.
χειρουργικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. χειρουργικός, αρχ. σημ.: `που έχει δεξιοτεχνία΄]
- χειρούργος ο [xirúrγos] Ο18 θηλ. χειρούργος [xirúrγos] Ο35 & χειρουργός ο [xirurγós] Ο17 θηλ. χειρουργός [xirurγós] Ο34 : γιατρός ειδικευμένος στη χειρουργική: Γενικός / πλαστικός ~. || ~ οδοντίατρος.
[λόγ. αντδ. < ιταλ. chirurgo ( [kirú-] ) -ς < υστλατ. chirurgus < ελνστ. χειρουργός (μετακ. τόνου κατά το λατ. τονισμό)· λόγ. < ελνστ. χειρουργός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- χειρουργώ [xirurγó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω χειρουργική επέμβαση, κάνω εγχείρηση· εγχειρίζω: Ο γιατρός χειρούργησε τον τραυματία. Θα χειρουργηθεί για να του αφαιρέσουν τη χολή. Ο χειρουργημένος ασθενής και ως ουσ. ο χειρουργημένος.
[λόγ. < αρχ. χειρουργῶ]



