Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ουρ%
1.061 εγγραφές [1021 - 1030]
φουτουριστής ο [futuristís] Ο7 θηλ. φουτουρίστρια [futurístria] Ο27 : καλλιτέχνης που ακολουθεί το φουτουρισμό: Οι Iταλοί φουτουριστές. || (ως επίθ.): Φουτουριστές ζωγράφοι / ποιητές.

[λόγ. < ιταλ. futurista (ή μέσω του γαλλ. futuriste) (-ista, -iste = -ιστής)· λόγ. φουτουρισ(τής) -τρια]

φουτουριστικός -ή -ό [futuristikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο φουτουρισμό ή στους φουτουριστές: Φουτουριστική διακήρυξη / έκθεση / τεχνοτροπία / ποίηση / ζωγραφική. φουτουριστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φουτουριστ(ής) -ικός]

φρουρά η [frurá] Ο24 : 1. ομάδα ένοπλων (στρατιωτών), στην οποία έχει ανατεθεί η φύλαξη θέσεων, χώρων, προσώπων κτλ.: ~ στρατοπέδου / φυλακών / εκλογικού κέντρου / πρωθυπουργού. Προεδρική / τιμητική / ανακτορική ~. ΦΡ η παλιά ~, η παλαιότερη γενιά, οι παλαιότεροι: H παλιά ~ των πολιτικών αποσύρεται σιγά σιγά από το προσκήνιο. αλλαγή φρουράς, η εναλλαγή, η αντικατάσταση κυρίως των παλαιότερων από τους νεότερους. 2. το σύνολο των στρατευμάτων που εδρεύουν σε μια πόλη: ~ Θεσσαλονίκης / Aθηνών.

[λόγ. < αρχ. φρουρά]

φρουραρχείο το [frurarxío] Ο39 : δημόσιο κτίριο όπου στεγάζεται ο φρούραρχος και οι υπηρεσίες του.

[λόγ. φρούραρχ(ος) -είον]

φρούραρχος ο [frúrarxos] Ο20α : ανώτερος αξιωματικός, διοικητής φρουράς.

[λόγ. < αρχ. φρούραρχος]

φρούρηση η [frúrisi] Ο33 : η ενέργεια του φρουρώ, η φύλαξη, η επιτήρη ση χώρου, προσώπου κτλ.: Ειδικές αστυνομικές δυνάμεις ανέλαβαν τη ~ των αεροδρομίων.

[λόγ. < ελνστ. φρούρη(σις) -ση]

φρούριο το [frúrio] Ο40 : 1. συγκρότημα οχυρωματικών κτισμάτων, περίκλειστο, για την προστασία ενός τόπου, μιας θέσης· (πρβ. κάστρο): Aπόρθητο / ισχυρό ~. Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ένα ~. 2. (μτφ.) καθετί που μοιάζει με φρούριο ή που λειτουργεί ως φρούριο: Iπτάμενο ~, για βαρύ και θωρακισμένο αεροπλάνο.

[λόγ.: 1: αρχ. φρούριον· 2: σημδ. αγγλ. flying fortress]

φρουρός ο [frurós] Ο17 : 1. αυτός (κυρ. στρατιώτης ή αστυνομικός) στον οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξη, η ασφάλεια κάποιου χώρου, προσώπου κτλ.: Οι φρουροί των συνόρων. Οι προσωπικοί φρουροί του αυτοκράτο ρα. 2. αυτός (στρατιώτης, ναύτης, σμηνίας) που εκτελεί υπηρεσία φύλαξης· σκοπός: Οι φρουροί εναλλάσσονται κάθε δύο ώρες. 3. (μτφ.) καθένας που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη φύλαξης, προάσπισης: Στις δημοκρατίες ο λαός / οι πολίτες είναι ο ~ του πολιτεύματος.

[λόγ. < αρχ. φρουρός]

φρουρώ [fruró] -ούμαι Ρ10.9 : 1. αναλαμβάνω τη φύλαξη, την ασφάλεια ενός χώρου, κτιρίου, ανθρώπου κτλ.: ~ τα σύνορα / το λιμάνι / το αεροδρόμιο. Tο κτίριο της πρεσβείας / το στρατόπεδο φρουρείται. 2. εκτελώ υπηρεσία ως φρουρός, φυλάω σκοπός. 3. φυλάγω, επιτηρώ κπ. για να μη διαφύγει: Ο κρατούμενος φρουρείται αυστηρά.

[λόγ. < αρχ. φρουρῶ]

φτουράω [fturáo] & Ρ10.1α : (οικ., συνήθ. με άρνηση) είμαι αρκετός σε ποσότητα ή επαρκώ για ένα (επιθυμητό) χρονικό διάστημα: Φάτε και ψωμί, γιατί το φαΐ είναι λίγο και δε φτουράει. α. (για πρόσ.) είμαι επαρκής, ικανός για κτ.: Ο καινούριος παίκτης δε φτούρησε στην ομάδα. β. (για πργ.): Tα λόγια του (δε) φτούρησαν, (δεν) ήταν επαρκή ώστε να πείσουν, να επηρεάσουν σοβαρά.

[ίσως λατ. obduro `επιμένω, αντέχω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω]

< Προηγούμενο   1... 101 102 [103] 104 105 ...107   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες