Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.228 εγγραφές [2061 - 2070] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φοροαποφυγή η [foroapofijí] Ο29 : η αποφυγή της πληρωμής των οφειλόμενων φόρων μέσο της μείωσης της φορολογητέας ύλης, που επιτυγχάνεται με την υπερβολική διόγκωση των εξόδων που δηλώνει ο φορολογούμενος. || η απώλεια (από το κράτος) φορολογικών εσόδων λόγω φοροαποφυγής.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + αποφυγή μτφρδ. αγγλ. tax avoidance]
- φοροδιαφεύγω [foroδiafévγo] Ρ αόρ. φοροδιέφυγα, απαρέμφ. φοροδιαφύγει : κάνω φοροδιαφυγή.
[λόγ. φορο(διαφυγή) + διαφεύγω κατά το σχ.: διαφυγή - διαφεύγω (η σύνθ. είναι έξω από τους κανόνες της ελλην.)]
- φοροδιαφυγή η [foroδiafijí] Ο29 : η αποφυγή πληρωμής (του συνόλου ή μέρους) των οφειλόμενων φόρων μέσο της απόκρυψης από το φορολογούμενο του πραγματικού φορολογητέου εισοδήματός του: Στις μεγάλες επιχειρήσεις η ~ είναι ανεξέλεγκτη. Mέτρα για την πάταξη / την εξάλειψη / την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. || η απώλεια από το κράτος φορολογικών εσόδων λόγω φοροδιαφυγής: Mε τη ~ το κράτος χάνει κάθε χρόνο αρκετά δις.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + διαφυγή μτφρδ. αγγλ. tax evasion]
- φοροδοτικός -ή -ό [foroδotikós] Ε1 : που αναφέρεται στην πληρωμή φόρων: H φοροδοτική ικανότητα των χαμηλόμισθων είναι μικρή.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + -δότ(ης) -ικός]
- φοροεισπράκτορας ο [foroispráktoras] Ο5 : υπάλληλος που ήταν αρμόδιος για την είσπραξη φόρων.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + εισπράκτ(ωρ) -ορας μτφρδ. αγγλ. tax collector]
- φοροκλέπτω [foroklépto] Ρ αόρ. φοροέκλεψα, απαρέμφ. φοροκλέψει : κάνω φοροκλοπή.
[λόγ. φορο(κλοπή) + κλέπτω κατά το σχ.: κλοπή - κλέπτω (δες στο κλέβω) (η σύνθ. είναι έξω από τους κανόνες της ελλην.)]
- φοροκλοπή η [foroklopí] Ο29 : η κατακράτηση (από ιδιώτες επιχειρηματίες) φόρου που έχει εισπραχθεί για να αποδοθεί στο δημόσιο: H κατακράτηση του ΦΠA είναι ~.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + κλοπή]
- φοροληπτικός -ή -ό [foroliptikós] Ε1 : που αναφέρεται στην είσπραξη φόρων: H φοροληπτική ικανότητα του κράτους.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + -λήπτ(ης) -ικός]
- φορολογήσιμος -η -ο [forolojísimos] Ε5 : που υπόκειται σε φορολογία: Φορολογήσιμοι ίπποι αυτοκινήτου.
[λόγ. φορολογη- (φορολογώ) -σιμος]
- φορολογητέος -α -ο [forolojitéos] Ε4 : που πρέπει να φορολογηθεί: Φορολογητέο εισόδημα. Φορολογητέα ύλη.
[λόγ. φορολογη- (φορολογώ) -τέος μτφρδ. αγγλ. taxable]



