Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.228 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλόμορφο το [alómorfo] Ο42 : (γλωσσ.) καθεμιά από τις διαφορετικές μορφές που μπορεί να παρουσιάσει ένα μόρφημα: Tα α- και αν- είναι αλλόμορφα του στερητικού προθήματος.
[λόγ. < αγγλ. allomorph < allo- = αλλο- + morph(eme) = μόρφ(ημα) -ον (διαφ. το αρχ. ἀλλόμορφος `με παράξενη μορφή΄)]
- αμακαδόρος ο [amakaδóros] Ο18 : (λαϊκ.) ο τρακαδόρος· αμακατζής.
[αμάκ(α) -αδόρος]
- αμειψισπορά η [amipsisporá] Ο24 : (γεωπ.) μέθοδος καλλιέργειας της γης που συνίσταται σε συστηματική εναλλαγή των φυτών, τα οποία καλλιεργούνται στο ίδιο έδαφος· (πρβ. μονοκαλλιέργεια): ~ με σιτάρι και όσπρια. H ~ είναι βάση κάθε εντατικής καλλιέργειας. Mονοετής / διετής / τριετής
~, που γίνεται κάθε ένα / δύο / τρία
χρόνια.
[λόγ. < ελνστ. ἄμειψι(ς) `εναλλαγή΄ + σπορά]
- αμεταμόρφωτος -η -ο [ametamórfotos] Ε5 : που δεν τον μεταμόρφωσαν ή που δεν έχει μεταμορφωθεί. ANT μεταμορφωμένος.
[λόγ. α- 1 μεταμορφω- (δες μεταμορφώνω) -τος]
- αμηνόρροια η [aminória] Ο27 : (ιατρ.) παθολογική έλλειψη ή διακοπή της εμμηνόροιας.
[λόγ. < γαλλ. aménorrhée < a- = α- 1 + ménorrhée (δες στο εμμηνόρροια)]
- αμοραλισμός ο [amoralizmós] Ο17 : (φιλοσ.) η άρνηση της καθολικής ισχύος των ηθικών αξιών, η κριτική αναίρεση και απόρριψη των ηθικών κανόνων. || απουσία ηθικών αρχών.
[λόγ. < γαλλ. amoralisme (-isme = -ισμός)]
- αμοραλιστής ο [amoralistís] Ο7 θηλ. αμοραλίστρια [amoralístria] Ο27 : (φιλοσ.) αυτός που υπερβαίνει συνειδητά τους ηθικούς κανόνες χωρίς να έρχεται σε σύγκρουση με τη συνείδησή του, που δε δέχεται να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του με βάση τους ηθικούς κανόνες. || άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές.
[λόγ. < γαλλ. amoraliste (-iste = -ιστής)· λόγ. αμοραλισ(τής) -τρια]
- αμοραλιστικός -ή -ό [amoralistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αμοραλισμό: Έχει αμοραλιστική συνείδηση.
[λόγ. αμοραλιστ(ής) -ικός]
- αμόρε το [amóre] Ο (άκλ.) : (προφ., παρωχ.) εκείνος ή εκείνη με τον οποίο έχει κάποιος ερωτικό δεσμό: Tο τελευταίο του ~.
[ιταλ. amore]
- αμορτί το [amortí] Ο (άκλ.) : η σύμπτωση του τελευταίου ψηφίου ενός λαχείου (ή των δύο τελευταίων) με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού που κερδίζει, οπότε ο παίκτης παίρνει πίσω τα χρήματά του.
[λόγ. < γαλλ. amorti μτχ. του ρ. amortir `ξεπληρώνω μια αγορά με βάση τα εισοδήματα που έχω από αυτή΄]



