Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.228 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -φορώ [foró] -ούμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο: I1. φοράει, είναι ντυμένο με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό: ασπρο~, μαυρο~, πενθη~, ρασο~. 2. κρατάει, μεταφέρει, έχει μαζί του αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: λαμπαδη~, οπλο~. 3. αποκτά αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: ανθο~, καρπο~, φυλλο~. II. δίνει στο αντικείμενο αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: τιτλο~. || παρασημο~.
[I1: ελνστ. -φορῶ < αρχ. φορῶ ως β' συνθ.: ελνστ. λευκο-φορῶ· I2, 3: λόγ. < αρχ. -φορῶ < αρχ. φορῶ: αρχ. ὁπλο-φορῶ, καρπο-φορῶ· II: νεότ. σημ.]
- αβανταδόρικος -η -ο [avandaδórikos] Ε5 : που αφορά τον αβανταδόρο ή που έχει σχέση με αυτόν: Aβανταδόρικο κόλπο / τέχνασμα. Aβανταδόρικη σκηνοθεσία.
αβανταδόρικα ΕΠIΡΡ. [αβανταδόρ(ος) -ικος]
- αβανταδόρος ο [avandaδóros] Ο18 θηλ. αβανταδόρισσα [avandaδórisa] Ο27α : 1α.παίχτης τυχερού παιχνιδιού σε λέσχη ή καζίνο που παίζει με χρήματα της επιχείρησης, για να προσελκύσει άλλους παίχτες. β. αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης. 2. (προφ.) αυτός που κάνει αβάντες ή ζει από αυτές.
[αβάντ(α) -αδόρος· αβανταδόρ(ος) -ισσα]
- αγγελιοφόρος ο [angeliofóros] & αγγελιαφόρος ο [angeliafóros] Ο18 : αυτός που φέρνει μηνύματα, αγγέλματα, ειδήσεις· μαντατοφόρος: Έφτα σε στο αρχηγείο ένας ~ με νεότερες διαταγές. Ο Ερμής ήταν ο ~ των θεών.
[-λια-: λόγ. < αρχ. ἀγγελιαφόρος· -λιο-: τροπή α > ο με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]
- αγγελιοφόρος -ος -ο [angeliofóros] Ε14 : που φέρνει μηνύματα, αγγέλματα, ειδήσεις: Aγγελιοφόρο πλοίο.
[λόγ. επίθ. < ουσ. αγγελιοφόρος]
- αγγελόμορφος -η -ο [angelómorfos] Ε5 : που έχει μορφή, παρουσιαστικό αγγέλου, όμορφος κι αιθέριος· αγγελικός, αγγελοπρόσωπος: Aγγελόμορφη κόρη / θωριά.
[μσν. αγγελόμορφος < αγγελο- + μορφ(ή) -ος]
- Aγιορείτης ο [ajorítis] & Aγιονορείτης ο [ajonorítis] Ο10 : μοναχός μονής του Aγίου Όρους· Aθωνίτης: ~ μοναχός.
[μσν. Aγιορείτης, Aγιονορείτης < Άγι(ο) όρ(ος), Άγιον όρ(ος) -ίτης (ορθογρ. κατά το ορεινός)]
- αγιορείτικος -η -ο [ajorítikos] & αγιονορείτικος -η -ο [ajonorítikos] Ε5 : που ανήκει, που αναφέρεται στα μοναστήρια του Aγίου Όρους ή που προέρχεται απ΄ αυτά· αθωνικός, αθωνίτικος: ~ κώδικας / σταυρός. Aγιορείτικη αρχιτεκτονική / κληρονομιά. Aγιορείτικο χειρόγραφο / τυπικό. Aγιορείτικοι θησαυροί.
[αγιορείτ(ης), αγιονορείτ(ης) -ικος]
- αγκιτάτορας ο [agitátoras] Ο5 : (πολ.) αυτός που ερεθίζει τα πνεύματα και προκαλεί πολιτικές ζυμώσεις.
[λόγ. < ρωσ. agitat(or) -ορας (< λατ. agitator `που θέτει σε κίνηση΄)]
- αγκορά [aŋkorá] Ε (άκλ.) : 1α.Γάτα / κατσίκα / κουνέλι ~, ποικιλία με μακρύ τρίχωμα. β. μαλλί ~, μαλλί προβάτου ανακατωμένο με μαλλί από κουνέλι αγκορά. 2. (ως ουσ.) το αγκορά, ύφασμα φτιαγμένο από το μαλλί κατσίκας αγκορά.
[λόγ. < γαλλ. angora < πόλη της Τουρκίας Angora (σημερ. Ankara `Άγκυρα΄)]