Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.228 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακορνίζωτος -η -ο [akornízotos] Ε5 : ακορνιζάριστος.
[α- 1 κορνιζώ(νω) -τος]
- ακορντεόν το [akordeón] Ο (άκλ.) : φορητό μουσικό όργανο που αποτελείται από μία φυσούνα, η οποία καθώς ανοιγοκλείνει κινεί μεταλλικά γλωσσίδια και η οποία στηρίζεται σε ένα μεταλλικό πλαίσιο, το οποίο από τη μία πλευρά έχει το πληκτρολόγιο και από την άλλη κουμπιά για τις έτοιμες συγχορδίες.
[λόγ. < γαλλ. accordéon < γερμ. Akkordion]
- ακορντεονίστας ο [akordeonístas] Ο3 θηλ. ακορντεονίστρια [akordeoní stria] Ο27 & ακορντεονίστα [akordeonísta] Ο25 : μουσικός που παίζει ακορντεόν.
[γαλλ. accordéon(iste) -ίστας· λόγ. ακορντεονίσ(τας) -τρια· ακορντεον(ίστας) -ίστα]
- ακόρντο το [akórdo] Ο39 (χωρίς γεν.) : (μουσ.) συγχορδία1.
[ιταλ. accordo]
- ακορφολόγητος -η -ο [akorfolójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν κορφολογήσει, που δεν είναι κορφολογημένος. 1. για φυτό που δεν του έκοψαν τις κορυφές των βλαστών για να δυναμώσει: Aμπέλι ακορφολόγητο. 2. (μτφ., λαϊκότρ., λογοτ.) από τον οποίο δεν έχουν πάρει ό,τι καλύτερο, ό,τι πολυτιμότερο έχει: Aκορφολόγητο κορίτσι.
[α- 1 κορφολογη- (κορφολογώ) -τος]
- ακουαφόρτε η [akuafórte] Ο (άκλ.) : μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο, που χρησιμοποιεί νιτρικό ή άλλο οξύ, και έργο φτιαγμένο με αυτή τη μέθοδο.
[ιταλ. acquaforte]
- ακουαφόρτε το [akuafórte] Ο (άκλ.) : η κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος.
[ιταλ. acquaforte]
- ακυκλοφόρητος -η -ο [akiklofóritos] Ε5 : που δεν κυκλοφόρησε, δε δόθηκε στην κυκλοφορία: Aκυκλοφόρητο έντυπο / βιβλίο / τεύχος. Aκυκλοφόρητα χαρτονομίσματα.
[λόγ. α- 1 κυκλοφορη- (κυκλοφορώ) -τος]
- ακυοφόρητος -η -ο [akiofóritos] Ε5 : που δεν κυοφορήθηκε ή, μτφ., που δεν προετοιμάστηκε, δεν προσχεδιάστηκε.
[λόγ. α- 1 κυοφορη- (κυοφορώ) -τος]
- αλατοφόρος -ος / -α -ο [alatofóros] Ε14 : (λόγ.) που έχει ή που παράγει αλάτι: Aλατοφόρα στρώματα του εδάφους.
[λόγ. αλατο- + -φόρος]



