Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.228 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αγορά [aγorá] : το ουσ. αγορά ως β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· (συχνά οικον.) με α' συνθετικό ουσιαστικό: κεφαλαι~, κτηματ~, χρηματ~, αγοραπωλησία κεφαλαίων, κτημάτων κτλ. || για συναλλαγή και χώρο συναλλαγής: κρεατ~, λαχαν~, ψαρ~.
[λόγ. < ουσ. αγορά ως β' συνθ., μτφρδ. αγγλ. market: χρηματ-αγορά, υπερ-αγορά < αγγλ. money market, super market]
- -αδόρος [aδóros] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. τεχνίτη ειδικευμένο στο χειρισμό του εργαλείου, μηχανήματος κτλ. που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή στην εργασία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (τόρνος) τορναδόρος, (λούστρο) λουστραδόρος, (ρεκλάμα) ρεκλαμαδόρος. || εργαλείο, μηχάνημα κτλ. καθώς και τον ειδικευμένο τεχνίτη που το χειρίζεται: γρασαδόρος. 2. (προφ.) πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα ή επιδεξιότητα να κάνει αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κόλπο) κολπαδόρος, (κομπίνα) κομπιναδόρος, (σουλάτσο) σουλατσαδόρος, (τσίλια) τσιλιαδόρος. || (τάβλι) ταβλαδόρος.
[βεν. μετουσ. επίθημα -ador παραγωγικό δραστικών ουσ. -ος: lustrador > λουστρ-αδόρος]
- -άτορας [átoras] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα ή ουσιαστικά· δηλώνει: 1. πρόσωπο με ιδιότητα ή συμπεριφορά ανάλογη με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (νοίκι) νοικάτορας, (συμβουλεύω) συμβουλάτορας. 2. τον ιδιοκτήτη αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μαγαζί) μαγαζάτορας.
[μσν. -άτορας < αρχ. αρσ. ουσ. σε -άτωρ, αιτ. -άτορα: αρχ. κοσμοκράτωρ, αιτ. κοσμοκράτ-ορα & λατ. -ator: ελνστ. μανδ-ᾶτον (δες μαντάτο) - μσν. μαντ-άτωρ < λατ. mandatum - mandator `που αναθέτει εντολή΄]
- -εμπορία [emboría] & -εμπόριο [embório] : τα ουσιαστικά εμπορία και εμπόριο ως β' συνθετικά σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνουν την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας με αντικείμενο αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: δερματ~, ζω~, καπνεμπόριο.
[λόγ. -έμπορ(ος) -ία (πρβ. αρχ. ἐμπορία `εμπόριο΄) ως β' συνθ.· λόγ. < ουσ. εμπόριον ως β' συνθ.]
- -έμπορος [émboros] & (προφ.) -έμπορας [émboras] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με το εμπόριο αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βαμβακ~, δερματ~, ζω~, καπν~, φρουτ~, χαρτ~, υφασματ~. || το α' συνθετικό χαρακτηρίζει τον τρόπο ή την έκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων: λαθρ~, μεγαλ~, χονδρ~ και χοντρέμπορας.
[λόγ. < ελνστ. -έμπορος < αρχ. ουσ. ἔμπορος ως β' συνθ.: ελνστ. καμηλ-έμπορος `αυτός που πουλάει καμήλες΄· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- -κράτορας [krátoras] θηλ. -κράτειρα [krátira] & -κρατόρισσα [kratórisa], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που έχει απόλυτη εξουσία, δύναμη σ΄ αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: θαλασσο~, κοσμο~. || παντο~, μονο~, αυτο~ θηλ. αυτοκράτειρα και αυτοκρατόρισσα. 2. το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: κλειδο~.
[λόγ. < αρχ. -κράτωρ, αιτ. -ορα ως β' συνθ.: αρχ. θαλασσο-κράτωρ, ελνστ. παντο-κράτωρ· λόγ. < ελνστ. -κράτειρα, θηλ. του αρχ. -κράτωρ: ελνστ. παντο-κράτειρα· λόγ. -κράτορ(ας) -ισσα]
- -μορφία [morfía] : β' συνθετικό σε παρασύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά συνήθ. σε αντιστοιχία με τα σύνθετα επίθετα σε -μορφος· δηλώ νει: 1. (με α' συνθετικό ουσιαστικό) κατάσταση που χαρακτηρίζει ένα έμβιο ον από την ομοιότητά του, κυρίως εξωτερικά, με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ανθρωπο~, θηριο~. || (ιατρ.) γεροντο~, τερατο~. 2. κατάσταση ή ιδιότητα που απορρέει από αυτό που εκφράζει το αντίστοιχο επίθετο σε -μορφος: ανομοιο~, ομοιο~, ποικιλο~, πολυ~.
[λόγ. < αρχ. -μορφία < -μορφ(ος) -ία ως β' συνθ.: αρχ. δυσ-μορφία & διεθ. -morphia, -morphism < αρχ. -μορφ(ος) -ia, -ism: παιδο-μορφισμός < διεθ. paedo- + -morphism]
- -μορφος -η -ο [morfos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. (με α' συνθετικό ουσιαστικό) έχει τη μορφή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό, μοιάζει εξωτερικά με αυτό· (πρβ. -ειδής): ανθρωπό~, αραχνό~, ζωό~, τερατό~. 2. χαρακτηρίζεται εξωτερικά από τις ιδιότητες που συνεπάγεται αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό, έχει τη μορφή ή τα στοιχεία που δίνει το α' συνθετικό: δί~, ομοιό~, ποικιλό~, πολύ~, τρί~.
[λόγ. < αρχ. -μορφος θ. του ουσ. μορφ(ή) -ος ως β' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) ἄ-μορφος `άσχημος, χωρίς μορφή΄, γυναικό-μορφος `με γυναικείο σχήμα΄, πολύ-μορφος, ελνστ. ἀνθρωπό-μορφος & διεθ. -morph, -morphous < αρχ. -μορφος: ισό-μορφος < iso- + -morph, -morphous]
- -τορας [toras] : ατονημένο επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί και ειδικότερα πρόσωπο με ιδιότητα ή επάγγελμα σχετικό με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γεννώ) γεννήτορας, (διδάσκω) διδάκτορας, (εισπράττω) εισπράκτορας.
[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα -τωρ, αιτ. -τορα παραγωγικό δραστικών ουσ.: αρχ. ἡγή-τωρ (δες ηγήτορας), πανδαμά-τωρ]
- -φόρος -ος -ο [fóros] θηλ. (προφ.) & -α : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά που προέρχονται από ουσιαστικοποίη ση του αρσενικού ή του ουδέτερου γένους του επιθέτου· δηλώνει αυτόν: 1. που μεταφέρει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: υδρο~. || με ουσια στικοποίηση του ουδέτερου γένους: ιστιοφόρο, πετρελαιοφόρο, ασθενοφόρο, βυτιοφόρο· με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους: αγγελιο~, ροπαλο~, σημαιο~, τυφεκιο~, που φέρει, κρατά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό. 2. που φέρει, έχει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: μαρσιποφόρο ζώο, οπωροφόρο δέντρο· (με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους): βαθμο~, γενειο~, δαφνη~, στεφανη~· (με ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου γένους): τροχοφόρο. 3. που πετυχαίνει, προκαλεί, επιφέρει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κερδο~, νικη~· (με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους): αθλο~.
[λόγ. < αρχ. -φόρος (θ. συγγ. του ρ. φέρω) ως β' συνθ.: αρχ. ἀγγελια-φόρος, ἀχθο-φόρος, ἀνθο-φόρος, νικη-φόρος & διεθ. -phorus < αρχ. -φόρος: ριζό-φορα, κλαδό-φορα < νλατ. rhizophora, cladophora `είδος φυκιών΄]



