Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.316 εγγραφές [2281 - 2290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχοπάθεια η [psixopáθia] Ο27 : (ψυχιατρ.) 1. γενική ονομασία των ψυχικών διαταραχών. 2. μερική ή ολική διαταραχή των ψυχικών λειτουργιών του ατόμου, η οποία δεν του επιτρέπει διαβίωση συμβατή με την κοινωνική ζωή.
[λόγ. < γερμ. Ρsychopathie ή μέσω του γαλλ. psychopathie < psycho- = ψυχο- 2 + -pathie = -πάθεια]
- ψυχοπαθής -ής -ές [psixopaθís] Ε10 : (ψυχιατρ.) που πάσχει από ψυχοπάθεια: Ψυχοπαθές άτομο. || (ως ουσ.) ο ψυχοπαθής, θηλ. ψυχοπαθής: Ένας ~ σκότωσε δέκα παιδάκια.
[λόγ. < γερμ. Ρsychopath (ή μέσω του γαλλ. psychopathe) < Ρsychopath(ie) = ψυχοπάθ(εια) -ής (αναδρ. σχημ.)]
- ψυχοπαθολογία η [psixopaθolojía] Ο25 : κλάδος της ψυχιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη των ψυχικών και διανοητικών παθήσεων.
[λόγ. < γαλλ. psychopathologie < psycho- = ψυχο- 2 + pathologie = παθολογία]
- ψυχοπαθολογικός -ή -ό [psixopaθolojikós] Ε1 : που αναφέρεται σε ψυχικές και διανοητικές παθήσεις: Ψυχοπαθολογικά αίτια / κίνητρα / φαινό μενα / ευρήματα.
[λόγ. < γαλλ. psychopathologique < psychopatholog(ie) = ψυχοπαθολογ(ία) -ique = -ικός]
- ψυχοπαίδα η [psixopéδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η ψυχοκόρη ή, κατ΄ ευφημισμό, η υπηρέτρια που ζει μαζί με μια οικογένεια: Δεν άντεχαν τη φτώχεια κι έστειλαν το κορίτσι στην Aθήνα, ~ σ΄ ένα πλούσιο σπίτι.
[ψυχοπαίδ(ι) -α]
- ψυχοπαιδαγωγικός -ή -ό [psixopeδaγojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται ταυτόχρονα στην ψυχολογία και στην παιδαγωγική, και ιδίως που αναφέρεται στην εφαρμογή των πορισμάτων της ψυχολογίας στην παιδαγωγική.
[λόγ. < γαλλ. psychopédagogique < psycho- = ψυχο- 2 + pédagogique = παιδαγωγικός]
- ψυχοπαίδι το [psixopéδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) το παιδί που υιοθετεί κάποιος ή απλώς το παίρνει για να του προσφέρει γονική προστασία· (πρβ. ψυχογιός, ψυχοκόρη): Tο λυπήθηκαν το ορφανό και το πήραν για ~, να ΄χουν κι αυτοί συντροφιά στα γηρατειά τους.
[ψυχο- 1 + παιδ(ί) -ι]
- ψυχοπατέρας ο [psixopatéras] Ο4 : (λαϊκότρ.) ο θετός (με ή χωρίς νομική πράξη) πατέρας κάποιου· (πρβ. πατριός, ψυχομάνα).
[ψυχο- 1 + πατέρας]
- ψυχοπιάνομαι [psixopxánome] Ρ αόρ. ψυχοπιάστηκα, απαρέμφ. ψυχοπιαστεί, μππ. ψυχοπιασμένος : (λαϊκότρ.) ανακτώ τις ψυχικές μου δυνάμεις.
[ψυχο- 1 + πιάνομαι]
- ψυχόπιτα η [psixópita] Ο27α : πίτα που, κατά τα λαϊκά έθιμα, μοιράζεται για να συγχωρεθούν οι πεθαμένοι.
[ψυχο- 1 + πίτα]