Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.316 εγγραφές [2241 - 2250] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χοροπηδητό το [xoropiδitó] Ο38 : επανειλημμένα χοροπηδήματα: Οι φωνές και το ~ των ξέγνοιαστων παιδιών.
[χοροπηδ(ώ) -ητό]
- χοροπηδώ [xoropiδó] & -άω Ρ10.1α : 1.κάνω ρυθμικά και ζωηρά πηδήματα σαν να χορεύω: Tα παιδιά χοροπηδούσαν και γελούσαν. || (επέκτ.) είμαι πολύ χαρούμενος: Xοροπηδάει από τη χαρά του. Ήρθε χοροπηδώντας. || (έκφρ., ως απειλή) θα τον / την κάνω εγώ να χοροπηδήσει, θα τον ταλαιπωρήσω. 2. για κτ. που κινείται πέρα δώθε· χορεύω3: H βάρκα χοροπηδούσε στα κύματα.
[χορ(εύω) -ο- + πηδώ]
- χορτόπιτα η [xortópita] Ο27α : πίτα που τη φτιάχνουν με διάφορα χόρτα· λαχανόπιτα.
[χορτο- + -πιτα]
- χρεοκοπία η [xreokopía] Ο25 : 1.(νομ.) παράνομη ή γενικά σκόπιμη πτώχευση: Δόλια / απλή ~. || (επέκτ.) πτώχευση. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική αποτυχία: ~ ενός πολιτικού / μιας κυβέρνησης / μιας ιδεολογίας.
[λόγ.: 1: ελνστ. χρεοκοπία· 2: σημδ. ιταλ. bancarotta]
- χρεοκοπώ [xreokopó] Ρ10.9α μππ. χρεοκοπημένος : 1.φτάνω σε κατάστα ση χρεοκοπίας1: Xρεοκόπησε ένας έμπορος / μια επιχείρηση / μια τράπε ζα. || (προφ.) κάνω κπ. ή κτ. να χρεοκοπήσει. || (επέκτ.) πτωχεύω. 2. (μτφ.) αποτυγχάνω ολοκληρωτικά: Xρεοκόπησε η πολιτική της κυβέρνησης. Xρεοκοπημένα κόμματα / πολιτικά συστήματα. Zούμε σ΄ έναν κόσμο χρεοκοπημένο.
[λόγ.: 1: ελνστ. χρεοκοπῶ· 2: σημδ. ιταλ. fare bancarotta]
- χρηματοπιστωτικός -ή -ό [xrimatopistotikós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στο δανεισμό χρημάτων: Xρηματοπιστωτικό σύστημα.
[λόγ. χρηματο- + πιστωτικός]
- χρησιμοποίηση η [xrisimopíisi] Ο33 : η ενέργεια του χρησιμοποιώ, η χρήση: H ~ των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. H ~ ξένων λέξεων στη γλώσσα μας.
[λόγ. χρησιμοποιη- (χρησιμοποιώ) -σις > -ση]
- χρησιμοποιήσιμος -η -ο [xrisimopiísimos] Ε5 : που μπορεί να χρησιμοποιηθεί: Tο κτίριο επισκευάστηκε για να γίνει χρησιμοποιήσιμο.
[λόγ. χρησιμοποιη- (χρησιμοποιώ) -σιμος]
- χρησιμοποιώ [xrisimopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κάνω κτ. να λειτουργήσει ως μέσο, το μεταχειρίζομαι: α. (για πργ.) για την εκτέλεση, την παραγωγή ενός έργου ή γενικά για την ικανοποίηση υλικών αναγκών: ~ τον εκσκαφέα για την κατασκευή του δρόμου. ~ το αλεύρι για να φτιάξω ψωμί. ~ το δωμάτιο για ύπνο / για εργασία. Tο κτίριο χρησιμοποιείται ως σχολείο. || ~ το δεξί / το αριστερό μου χέρι. || (μππ.) που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από κπ. άλλο ή σε κάποια άλλη περίπτωση: Tα σεντόνια είναι χρησιμοποιημένα. β. (για αφηρ. ουσ.) για την ικανοποίηση πνευματικών αναγκών ή για την επίτευξη κοινωνικών, πολιτικών ή άλλων στόχων: ~ με ευχέρεια τις ξένες γλώσσες, μιλώ. ~ ευγενικές / χυδαίες εκφράσεις. Xρησιμοποιεί ψευδώνυμο. Tο σχολείο χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας. Xρησιμοποίησε παράνομα μέσα. 2. (για πρόσ.) κάνω κπ. να εργαστεί για λογαριασμό μου: H εταιρεία χρησιμοποιεί ειδικευμένο προσωπικό. || (μειωτ.) Tον χρησιμοποίησε ως όργανό του, τον μεταχειρίστη κε.
[λόγ. χρήσιμ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. utiliser]
- χριστιανόπουλο το [xristxanópulo & xrist(ia)nópulo] Ο41 : μικρός χριστιανός.
[χριστιαν(ός) -όπουλο]