Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %οπ%
2.316 εγγραφές [2311 - 2316]
ωρολογοποιός ο [oroloγopiós] Ο17 : τεχνίτης που επισκευάζει (ή που κατασκευάζει) ρολόγια· ρολογάς.

[λόγ. ωρολογο- + -ποιός]

ωροσκόπιο το [oroskópio] Ο40 : διάγραμμα που απεικονίζει τη θέση του ήλιου, της σελήνης και των πλανητών τη στιγμή της γέννησης κάποιου και χρησιμοποιείται από τους αστρολόγους για την πρόβλεψη του μέλλοντός του και την περιγραφή του χαρακτήρα του: Tι λέει το ωροσκόπιό μου; Kάνω το ~ κάποιου.

[λόγ. < ελνστ. ὡροσκόπιον `όργανο για μέτρηση της ώρας, για την πρόβλεψη του μέλλοντος με βάση την εποχή της γέννησης΄ & σημδ. γαλλ. horoscope < ελνστ. ὡροσκόπιον]

ωροσκόπος ο [oroskópos] Ο18 : 1. αυτός που με βάση τη θέση των ουράνιων σωμάτων και την επίδραση που ασκούν αυτά στον καθένα μας, προσπαθεί να προβλέψει το μέλλον και να περιγράψει το χαρακτήρα των ατόμων· αστρολόγος. 2. το ζώδιο που αντιστοιχεί στην ακριβή ώρα της γέννησης κάποιου και βοηθάει στην πρόβλεψη της τύχης σε συνδυασμό με το ζώδιο που αντιστοιχεί στην ημερομηνία της γέννησής του.

[λόγ. < ελνστ. ὡροσκόπος `ιερέας που προλέγει το μέλλον με βάση την εποχή της γέννησης΄]

ωτοκόπωση η [otokóposi] Ο33 : (ιατρ.) παροδική ελάττωση της ακουστικής ικανότητας.

[λόγ. ωτο- + κόπω(σις) -ση]

ωτοσκόπηση η [otoskópisi] Ο33 : (ιατρ.) εξέταση του αυτιού με ωτοσκόπιο.

[λόγ. ωτο- + -σκόπηση μτφρδ. γαλλ. otoscopie < oto- = ωτο- + -scopie = -σκόπηση]

ωτοσκόπιο το [otoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο για την οπτική εξέταση του εσωτερικού του αυτιού.

[λόγ. < γαλλ. otoscope < oto- = ωτο- + -scope = -σκόπιον]

< Προηγούμενο   1... 228 229 230 231 [232]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες