Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %οξ%
238 εγγραφές [201 - 210]
τοξικομανία η [toksikomanía] Ο25 : νοσηρή κατάσταση που προκαλείται από την παρατεταμένη χρήση τοξικών ουσιών και που χαρακτηρίζεται από τον εθισμό του οργανισμού στις παραπάνω ουσίες.

[λόγ. < γαλλ. toxicomanie < toxico- = τοξικό(ς) + -manie = -μανία]

τοξικός -ή -ό [toksikós] Ε1 : που ενεργεί ως δηλητήριο: Tοξικές ουσίες. Tοξικά φάρμακα. Tοξικά φαινόμενα, που προέρχονται από δηλητηρίαση. Εργάτες δηλητηριάστηκαν από τοξικά αέρια. τοξικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. toxique (στη νέα σημ.) < λατ. toxicus < αρχ. τό τοξικόν φάρμακον `δηλητήριο για βέλη΄]

τοξικότητα η [toksikótita] Ο28 : η ιδιότητα μιας ουσίας να είναι τοξική, καθώς και η ελάχιστη θανατηφόρα για τον οργανισμό δόση μιας τοξικής ουσίας: Ορισμένα φάρμακα παρουσιάζουν αυξημένη ~.

[λόγ. τοξικ(ός) -ότης > -ότητα]

τοξιναιμία η [toksinemía] Ο25 : η παρουσία τοξινών στο αίμα και η εμφά νιση τοξικών φαινομένων στον οργανισμό.

[λόγ. < γαλλ. toxémie, toxin hémie < toxin(e) = τοξίν(η) + αρχ. αxμ(α) -ie = -ία]

τοξίνη η [toksíni] Ο30 : δηλητηριώδης ουσία που παράγεται κυρίως από παθογόνα μικρόβια και που, όταν εισχωρήσει στον οργανισμό ανθρώπου ή ζώου, προκαλεί διάφορες νοσηρές καταστάσεις: Ο οργανισμός εξουδετερώνει τις τοξίνες με την παραγωγή αντισωμάτων.

[λόγ. < γαλλ. toxine < tox(ique) = τοξ(ικός) -ine = -ίνη]

τοξίνωση η [toksínosi] Ο33 : δηλητηρίαση του οργανισμού με τοξίνες.

[λόγ. τοξίν(η) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. toxicose]

τόξο το [tókso] Ο39 : 1. αρχαίο επιθετικό όπλο που το κατασκεύαζαν από ένα ευλύγιστο στέλεχος, λυγισμένο ημικυκλικά, στα δύο άκρα του οποίου ήταν δεμένη μια τεντωμένη χορδή, και που το χρησιμοποιούσαν για να ρίχνουν μακριά τα βέλη: Tεντώνω το ~ / τη χορδή του τόξου. 2. οτιδήποτε έχει τη μορφή τόξου. α. (γεωμ.) τμήμα καμπύλης γραμμής που ορίζεται από δύο σημεία: ~ κύκλου / έλλειψης. ~ 90Φ. || H φωτοβολίδα διέγραψε ένα μεγάλο ~ στον ουρανό. β. (αρχιτ.) ημικυκλική κατασκευή που καλύπτει ανοίγματα και που είναι ικανή να δέχεται τα βάρη της τοιχοποιίας και να μεταφέρει τις πιέσεις στα πλάγια· (πρβ. καμάρα): Aνακουφιστικό* ~. Tυφλό* ~. γ. (ανατ.) ονομασία οργάνων ή οστών του σώματος: Aορτικό ~. Zυγωματικό / φατνιακό ~. ~ στομάχου. δ. (φυσ.) βολταϊκό* ~. ε. (μετεωρ.) Ουράνιο ~, το φωτεινό τόξο με τα επτά χρώματα της ίριδας που βλέπουμε να σχηματίζεται στον ουρανό, μόλις σταματήσει η βροχή και βγει ο ήλιος· ίριδα. στ. (μουσ.) δοξάρι.

[λόγ.: 1: αρχ. τόξον· 2α: λόγ. < αρχ. τόξον· 2β, ε: λόγ. ελνστ. σημ.· 2γ, δ: λόγ. σημδ. γαλλ. arc· 2στ: σημδ. ιταλ. arco ή γαλλ. archet]

τοξοβολία η [toksovolía] Ο25 : (αθλ.) η βολή βέλους με τόξο.

[λόγ. < ελνστ. τοξοβολία]

τοξοειδής -ής -ές [toksoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα τόξου· τοξωτός: Tοξοειδές παράθυρο / άνοιγμα.

[λόγ. < ελνστ. τοξοειδής]

τοξόπλασμα το [toksóplazma] Ο49 : (βιολ.) ονομασία πρωτοζώων που παρασιτούν σε ορισμένα ζώα.

[λόγ. < γαλλ. toxoplasme < αρχ. τόξο(ν) + πλάσμα]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 24   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες