Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 238 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οξυγόνωση η [oksiγónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οξυγονώνω: ~ του νερού. ~ του αίματος, εμπλουτισμός του φλεβικού αίματος με οξυγόνο.
[λόγ. οξυγονω- (δες οξυγονώνω) -σις > -ση]
- οξυγώνιος -α -ο [oksiγónios] Ε6 : (μαθημ.) ιδίως στον όρο οξυγώνιο τρίγωνο, που όλες οι γωνίες του είναι οξείες.
[λόγ. < αρχ. ὀξυγώνιος]
- οξυδέρκεια η [oksiδérkia] Ο27 : πολύ μεγάλη αντιληπτική ικανότητα: Aναλύω / ερευνώ με ~ ένα θέμα. Άνθρωπος με ~.
[λόγ. < μσν. οξυδέρκεια < οξυδερκ(ής) -εια]
- οξυδερκής -ής -ές [oksiδerkís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από οξυδέρκεια, που έχει πολύ μεγάλη αντιληπτική ικανότητα: ~ ερευνητής / παρατηρητής. Δημοσιογράφος γνωστός για τις οξυδερκείς αναλύσεις της επικαιρότητας.
οξυδερκώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὀξυδερκής· λόγ. < ελνστ. ὀξυδερκῶς]
- οξυζενέ το [oksizené] Ο (άκλ.) : διάλυμα υπεροξειδίου του υδρογόνου σε νερό: Tο ~ έχει οξειδωτικές και αντισηπτικές ιδιότητες ενώ χρησιμοποιεί ται και για αποχρωματισμό.
[γαλλ. oxygéné (δες στο οξυγόνο)]
- οξυζενές ο [oksizenés] Ο13 : (προφ.) οξυζενέ.
[< οξυζενέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]
- οξύθυμος -η -ο [oksíθimos] Ε5 : (για πρόσ.) που θυμώνει εύκολα· ευέξαπτος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
[λόγ. < αρχ. ὀξύθυμος]
- οξύλιθος ο [oksíliθos] Ο19 : (χημ.) μείγμα από υπεροξείδιο του νατρίου και μικρή ποσότητα αλάτων χαλκού, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή οξυγόνου.
[λόγ. < γαλλ. oxylithe < oxy- = οξυ- 2 + lithe < αρχ. λίθος]
- οξυμετρία η [oksimetría] Ο25 : (χημ.) προσδιορισμός της ποσότητας των οξέων που περιέχεται σε ένα μείγμα.
[λόγ. < γαλλ. oxymétrie < oxy- = οξυ- 2 + -métrie = -μετρία]
- οξύμετρο το [oksímetro] Ο40 : όργανο με το οποίο μετριέται η περιεκτικότητα ορισμένων υγρών (γάλακτος, λαδιού κτλ.) σε οξέα· (πρβ. γράδο).
[λόγ. οξυμετρ(ία) -ον (αναδρ. σχημ.)]



