Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
238 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δοξαστικός -ή -ό [δoksastikós] Ε1 : για κτ. με το οποίο δοξολογώ κπ., κυρίως το Θεό ή τη φύση: ~ ύμνος. Δοξαστικές φωνές. || (ως ουσ.) το δοξαστικό, ιδιόμελο που ψάλλεται μετά τους αίνους και στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «Δόξα Πατρί και Yιώ».
δοξαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.(;) ελνστ. δοξαστικός, αρχ. σημ.: `που δημιουργεί γνώμη΄]
- δοξογράφος ο [δoksoγráfos] Ο18 : ονομασία που δόθηκε σε Έλληνες συγγραφείς της αλεξανδρινής και της ρωμαϊκής περίοδου, οι οποίοι κατέγραψαν συστηματικά τις θεωρίες των προγενέστερων από αυτούς φιλοσόφων.
[λόγ. < γερμ. Doxograph < αρχ. δόξ(α) `γνώμη΄ -ο- + -graph = -γράφος]
- δοξολόγημα το [δoksolójima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δοξολογώ.
[μσν. δοξολόγημα < δοξολογη- (δοξολογώ) -μα]
- δοξολογία η [δoksolojía] Ο25 : 1α. εκκλησιαστικοί ευχαριστήριοι ύμνοι που αρχίζουν με τη λέξη “δόξα”: H μικρή / η μεγάλη ~. β. ύμνος που εκφράζει θαυμασμό και ευχαριστία: Tο τραγούδι μας είναι μια ~ στο Θεό και στη φύση. 2. εκκλησιαστική τελετή κατά την οποία ψάλλονται δοξαστικοί ύμνοι και η οποία γίνεται με την ευκαιρία μιας επετείου ή κάποιου άλλου χαρμόσυνου γεγονότος: Tην 25η Mαρτίου / την πρώτη του έτους ψάλλεται (επίσημη) ~ στο μητροπολιτικό ναό. Στη ~ θα χοροστατήσει ο αρχιεπίσκοπος Aθηνών και πάσης Ελλάδος.
[λόγ. < ελνστ. δοξολογία]
- δοξολογώ [δoksoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : δοξάζω, ευχαριστώ κπ. με ύμνους, κυρίως το Θεό: Όλα τα πλάσματα δοξολογούν τον Πλάστη τους.
[ελνστ. δοξολογῶ]
- εκτόξευση η [ektóksefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτοξεύω. 1. ρίψη, πέταγμα προς ορισμένη κατεύθυνση και με μεγάλη δύναμη: ~ νερού. || (ειδικότ.) για σώμα που κινείται με τη βοήθεια προωθητικού μέσου: ~ βλήματος / πυραύλου / διαστημικού οχήματος. 2. (μτφ.) λεκτική επίθεση εναντίον κάποιου: Συνέχισε την επίθεσή του με ~ ύβρεων και απειλών. 3. (μτφ.) υπερβολική και απότομη αύξηση, άνοδος: ~ των τιμών.
[λόγ. εκτοξεύ(ω) -σις > -ση]
- εκτοξευτήρας ο [ektokseftíras] Ο2 : συσκευή, όργανο κτλ. που χρησιμοποιείται για εκτόξευση: ~ αντιαρματικών βλημάτων / ρουκετών.
[λόγ. εκτοξεύ(ω)1 -τήρ > -τήρας]
- εκτοξευτής ο [ektokseftís] Ο7 : εκτοξευτήρας.
[λόγ. εκτοξεύ(ω)1 -τής]
- εκτοξευτικός -ή -ό [ektokseftikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για να γίνεται εκτόξευση: ~ μηχανισμός / σωλήνας.
[λόγ. εκτοξευτ(ής) -ικός]
- εκτοξεύω [ektoksévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. ρίχνω, πετώ κτ. προς ορισμένη κατεύθυνση ή προς ορισμένο στόχο και με μεγάλη δύναμη. || (ειδικότ.) για σώμα που κινείται με τη βοήθεια προωθητικού μέσου: ~ βλήμα / ρουκέτα / πύραυλο. Εκτόξευσαν δορυφόρο. || Εκτοξεύεται βλήμα / διαστημόπλοιο. 2. (μτφ.) επιτίθεμαι λεκτικά εναντίον κάποιου: Εκτόξευσε κατηγορίες / απειλές / ύβρεις. Kαι από τις δύο πλευρές εκτοξεύτηκαν ύβρεις. 3. (μτφ.) για κτ. που αυξάνεται υπερβολικά και απότομα: Ύστερα από την τελευταία υποτίμηση της δραχμής, οι τιμές των αυτοκινήτων εκτοξεύτηκαν στα ύψη.
[λόγ. < αρχ. ἐκτοξεύω (στη σημ. 1)]