Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %οξ%
238 εγγραφές [231 - 238]
φιλοξενούμενος -η -ο [filoksenúmenos] Ε5 : που τον φιλοξενούν. || (συνήθ. ως ουσ.) ο φιλοξενούμενος, θηλ. φιλοξενούμενη, ο επισκέπτης, ο καλεσμένος: Περιποιήσου το φιλοξενούμενό μας. Φιλοξενούμενοι της εκπομπής είναι συχνά γνωστές προσωπικότητες.

[λόγ. μπε. του φιλοξενώ]

φιλοξενώ [filoksenó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παρέχω φιλοξενία: Tις γιορτές φιλοξενούσαμε στο σπίτι έναν οικογενειακό φίλο. Όταν κατεβαίνω στην Aθή να, φιλοξενούμαι στο σπίτι του αδελφού μου. 2. παρέχω σε κπ. δωρεάν τόπο διαμονής, άσυλο, καταφύγιο: Οι άστεγοι εξαιτίας των σεισμών φιλο ξενήθηκαν στο στάδιο και στα σχολικά κτίρια. Mετά τον εμφύλιο οι γειτονικές χώρες φιλοξένησαν τους πολιτικούς πρόσφυγες από την Ελλάδα. || (ειρ.): Φιλοξενήθηκε μερικές ώρες στο κρατητήριο για διατάραξη της κοινής ησυχίας. 3α. διαθέτω σε κπ. ένα χώρο (συνήθ. για κάποιες δραστηριότητες): H εκδήλωση / η έκθεση ζωγραφικής φιλοξενήθηκε στην αίθου σα του Πολιτιστικού Kέντρου. H εφημερίδα φιλοξενεί συχνά στις σελίδες της επιστολές αναγνωστών. Tα ράφια της βιβλιοθήκης του φιλοξενούν πολλά σπάνια βιβλία. β. παρέχω σε κπ. υπηρεσίες επί πληρωμή: Tο ξενοδοχείο μπορεί να φιλοξενήσει εκατό άτομα, να δεχτεί, να εξυπηρετήσει.

[λόγ.: 1: ελνστ. φιλοξενῶ· 2: σημδ. γαλλ. hospitaliser· 3: σημδ. αγγλ. host]

φοξ τεριέ το [fóks terjé] Ο (άκλ.) : ράτσα κυνηγετικού σκυλιού, είδος τεριέ.

[λόγ. < γαλλ. fox-terrier < αγγλ. fox terrier (για κυνήγι αλεπούς)]

φοξ τροτ το [fóks trót] Ο (άκλ.) : χορός που ήταν της μόδας στις αρχές του 20ού αι.

[αγγλ. foxtrot]

φουρνόξυλο το [furnóksilo] Ο41 : μακρύ ξύλο: α. με το οποίο ο φούρναρης κανονίζει τη φωτιά ή καθαρίζει το φούρνο. β. που καταλήγει σε πλατύ άκρο και χρησιμοποιείται για το φούρνισμα· φτυάρι.

[φούρν(ος) -ο- + ξύλο]

φρεσκοξυρισμένος -η -ο [freskoksirizménos] Ε3 : που έχει ξυριστεί πρόσφατα.

[φρέσκ(ος) -ο- + ξυρισμένος μππ. του ξυρίζω]

φυλλοξήρα η [filoksíra] & φυλλοξέρα η [filokséra] Ο25 : 1. μικρό έντομο που ζει παρασιτικά σε διάφορα φυτά και κυρίως στα αμπέλια. 2. η ασθένεια που προκαλεί αυτό το έντομο κυρίως στα αμπέλια.

[λόγ. < νλατ. phylloxera < αρχ. φύλλο(ν) + ξηρ(ός) -α· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το ξηρός > ξερός]

χρυσόξανθος -η -ο [xrisóksanθos] Ε5 : που έχει χρώμα ξανθό με χρυσή απόχρωση: Xρυσόξανθα μαλλιά.

[λόγ. χρυσο- + ξανθ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   1... 20 21 22 23 [24]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες