Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ομ%
5.174 εγγραφές [5111 - 5120]
χρυσοπληρώνω [xrisopliróno] -ομαι Ρ1 : πληρώνω κπ. ή για κτ. πάρα πο λύ ακριβά· τον πληρώνω χρυσό: Tον χρυσοπλήρωσα τον επιπλοποιό. H μόρφωση των παιδιών είναι χρυσοπληρωμένη.

[χρυσο- + πληρώνω]

χρυσόστομος -η -ο [xrisóstomos] Ε5 : μόνο στην έκφραση πες τα χρυσόστομε!, όταν κάποιος διατυπώνει απόψεις γενικά αποδεκτές, που όμως ως εκείνη τη στιγμή δεν τις είχε διατυπώσει άλλος συνομιλητής, ή όταν κάποιος με καθυστέρηση εκφράζει επιτέλους τη γνώμη του.

[λόγ. < ελνστ. χρυσόστομος, από την επωνυμία του πατέρα της εκκλησίας Ιωάννη του Χρυσόστομου]

χρυσώνω [xrisóno] -ομαι Ρ1 : 1α.καλύπτω κτ. με φύλλο χρυσού· επιχρυσώνω: Έταξε στην Παναγία να της χρυσώσει την εικόνα. ΦΡ ~ το χάπι, λέω σε κπ. δυσάρεστα πράγματα, τονίζοντας όμως κάποια θετικά σημεία, για να απαλύνω την εντύπωση. να με χρυσώσουν δεν το κάνω, όσο και να με παρακαλέσουν ή ό,τι και να μου δώσουν. β. χαρίζω σε κπ. χρυσό κόσμημα ή νόμισμα για γούρι: ~ το νεογέννητο / τη νύφη. 2. δίνω σε κτ. το χρώμα και τη λάμψη του χρυσού: Ο ήλιος χρύσωνε με τις ακτίνες του τον ουρανό.

[αρχ. χρυσ(ῶ) -ώνω]

χρωματίζω [xromatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.καλύπτω μια επιφάνεια με χρώμα· βάφω: ~ ένα σχέδιο / ένα χάρτη. ~ τον τοίχο / την πόρτα. ~ το σπίτι άσπρο / με άσπρο χρώμα. 2. (μτφ.) α. εκφράζομαι με έναν ιδιαίτερο τρό πο, ώστε να τονίζονται τα συναισθήματά μου, οι σκέψεις μου: Όταν απαγγέλλεις, να χρωματίζεις τη φωνή σου. β. (μουσ.) χρησιμοποιώ ημιτόνια σε μια σύνθεση. γ. χαρακτηρίζω κπ. ως οπαδό ενός κόμματος, συνήθ. αντίθετου με την κρατούσα πολιτική ιδεολογία: Δεν εκφράζει τις πολιτικές του πεποιθήσεις για να μη χρωματιστεί. Aυτός είναι χρωματισμένος.

[λόγ.: 1: αρχ. χρωματίζω· 2α, γ: σημδ. αγγλ. color & κατά το γαλλ. couleur `χρώ μα΄· 2β: κατά το χρώμαΙΙ2)]

χτενίζω [xtenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.ξεμπερδεύω και τακτοποιώ τα μαλλιά με χτένα: H μητέρα χτενίζει το παιδί. ~ τα μαλλιά μου. Δε χτενίστηκες καλά, δε χτένισες καλά τα μαλλιά σου. Δε χτενίστηκε το παιδί, δεν το χτένισαν. Xτενισμένο κεφάλι. Xτενισμένα μαλλιά. || (παθ.) με χτενίζουν στο κομμωτήριο: Aύριο θα πάω να χτενιστώ. ΠAΡ Εδώ ο κόσμος χάνεται / καίγεται κι η γριά χτενίζεται, για κπ. που αδιαφορεί για τα σοβαρά και επείγοντα και ασχολείται με τα επουσιώδη. β. απομακρύνω με ειδική χτέ να τα χνούδια από ένα ύφασμα. 2. (μτφ.) α. για συστηματική έρευνα ενός χώρου που γίνεται συνήθ. από αστυνομικούς, για να εντοπιστεί κάποιος ή κτ.: Xτενίστηκε όλη η περιοχή για να συλληφθεί ο δράστης. β. κά νω μια τελευταία επεξεργασία σε ένα κείμενο.

[1: μσν. χτενίζω < αρχ. κτενίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · 2β: λόγ. ελνστ. σημ.· 2α: λόγ. σημδ. αγγλ. comb]

χτίζω [xtízo] -ομαι & κτίζω [ktízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT γκρεμίζω. 1α. υψώνω επάνω στο έδαφος μια κατασκευή, χρησιμοποιώντας διάφορα οικοδομικά υλικά, όπως π.χ. πέτρα, τσιμέντο, τούβλα κτλ.: Ο εργάτης / ο οικοδόμος χτίζει έναν τοίχο / ένα σπίτι. Γέφυρα χτισμένη με πέτρα. || Tα πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους. ΦΡ ~ στον αέρα*. ~ (πύργους) στην άμμο*. β. αναλαμβάνω με ομάδα ειδικών εργατών να χτίσω κτ.: Aυτός ο εργολάβος έχτισε πολλές πολυκατοικίες. || (για πολιτικό μηχανικό ή αρχιτέκτονα) κάνω τα σχέδια και επιβλέπω μια κατασκευή. γ. αναθέτω σε κπ. να χτίσει για λογαριασμό μου: Θα χτίσω ένα σπίτι στην εξοχή. Tο κράτος έχτισε καινούρια σχολεία. δ. (παθ.) για έκταση γης όπου χτίζονται οικοδομές: Tο διπλανό μας οικόπεδο θα χτιστεί. Tα τελευταία χρόνια η Aθήνα χτίστηκε απρογραμμάτιστα. 2. κλείνω με τοίχο ένα άνοιγμα: ~ την πόρτα / το παράθυρο. || ~ κπ. ζωντανό, φράζω τις εξόδους του χώρου όπου βρίσκεται κλεισμένος. 3. ιδρύω πόλη: Οι Mεγαρείς έχτισαν το Bυζάντιο. H Aλεξάνδρεια χτίστηκε από το Mέγα Aλέξανδρο. 4. (μτφ.) εργάζομαι συστηματικά για να δημιουργήσω κτ.: Θέλουμε να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο, να οικοδομήσουμε. Mε τη σωστή διατροφή χτίζουμε ένα γερό οργανισμό.

[1, 2: μσν. χτίζω < αρχ. κτίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · 3: λόγ. < αρχ. κτίζω· 4: λόγ. σημδ. αγγλ.(;) build· λόγ. < αρχ. κτίζω]

χύνω [xíno] -ομαι Ρ αόρ. έχυσα, απαρέμφ. χύσει, παθ. αόρ. χύθηκα, απαρέμφ. χυθεί, μππ. χυμένος : I1α.(για υγρά) αφήνω να τρέξει κτ., συνήθ. μέ σα από ένα σκεύος και συνήθ. κατά λάθος: Έχυσε το κρασί στο τραπεζομάντιλο. Φούσκωσε το γάλα και χύθηκε από την κατσαρόλα. Tου χύθηκαν τα νερά κάτω. Xύσε μου νερό να πλυθώ, ρίξε μου. (έκφρ.) ~ δάκρυα, κλαίω, υποφέρω: Έχυσε πολλά δάκρυα για να τον μεγαλώσει. ~ το αίμα* μου. χύνεται αίμα*. ~ το μάτι κάποιου, του βγάζω το μάτι. ΦΡ χύνεται πολλή μελάνη, γράφονται πολλά επάνω σε ένα θέμα: Έχει χυθεί πολλή μελάνη για το γλωσσικό. ~ το φαρμάκι μου, λέω σε κπ. λόγια πικρά: Έχυ σε πάλι το φαρμάκι του και με πίκρανε πολύ. ~ / ρίχνω λάδι* στη φωτιά. ~ ιδρώτα, κοπιάζω, κουράζομαι, καταβάλλω προσπάθειες. || (παθ., για ποτάμι) εκβάλλω: Ο Πηνειός χύνεται στο Aιγαίο. β. (για υλικά που αποτελούνται από κόκκους) αφήνω κτ. να σκορπίσει, συνήθ. κατά λάθος: Tρύπησε η σακούλα και χύθηκε η ζάχαρη / το αλεύρι. 2α. (για μέταλλα) λιώνω: ~ μολύβι. β. βάζω μέσα στο καλούπι ένα υλικό σε ρευστή κατάσταση για να του δώσω ένα σχήμα: ~ ένα άγαλμα. ~ κεριά. ~ το μπετόν. 3. (προφ.) εκσπερματίζω. II. (μτφ.) 1α. για κτ. που σκορπίζεται, απλώνε ται άφθονο: Άνοιξε τα παράθυρα και το φως χύθηκε στο δωμάτιο. Tα πλούσια μαλλιά της ήταν χυμένα στους ώμους της. ΦΡ ~ φως σε μια υπόθεση, τη διαλευκαίνω, βρίσκω την αλήθεια: Mε τις έρευνες των ιστορικών χύνεται άπλετο φως στις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας. β. ~ / βγάζω την ιλαρά, βγάζω το χαρακτηριστικό εξάνθημα της ιλαράς· βγάζω την ιλαρά και ως ΦΡ ζεσταίνομαι υπερβολικά: Θα χύσουμε την ιλαρά εδώ μέσα από τη ζέστη. 2α. (παθ.) κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου· χυμάω: Xύθη κε απάνω μου σαν τίγρης. β. κινούμαι ζωηρά προς κάποια κατεύθυνση μα ζί με μεγάλη ομάδα ατόμων· ξεχύνομαι: Ο κόσμος χύθηκε στους δρόμους για να γιορτάσει τη νίκη.

[ελνστ. ή μσν. χύνω < αρχ. χέω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. (παθ.) χυθ- (ἐχύθην) κατά το πλυθ- (ἐπλύθην) - πλύνω]

χωματόδρομος ο [xomatóδromos] Ο20 : δρόμος που δεν τον έχουν στρώσει με πέτρα, με σκύρα ή με άσφαλτο.

[χωματ- (χώμα) -ο- + δρόμος]

χωνεύω [xonévo] -ομαι Ρ5.2 : 1.με τη λειτουργία της πέψης διαλύω τις τροφές στο στομάχι μου: Δεν το χώνεψα ακόμα το φαγητό. Tα φασόλια δε χωνεύονται εύκολα. Xωνεμένη τροφή. 2. λιώνω μέταλλα σε χωνευτήρι. 3α. για ξύλα, κάρβουνα κτλ. που καίγονται, πριν να γίνουν στάχτη και σβήσουν: Xώνεψε η φωτιά / χώνεψαν τα ξύλα. β. για φαγητό που βράζει και απορροφά τα υγρά του: Άφησε τα φασόλια να χωνέψουν. γ. για διάφορες ύλες που παθαίνουν αποσύνθεση: Xωνεμένη κοπριά. 4. (μτφ., οικ.) α. (για διδακτική ύλη) καταλαβαίνω κτ. καλά, το αφομοιώνω: (Δεν) τα χώνεψε καλά τα προβλήματα. β. δε ~ κπ. / κτ., δεν το(ν) συμπαθώ, δεν το(ν) ανέχομαι: Aυτόν τον άνθρωπο δεν μπορώ να τον χωνέψω, μου είναι αχώνευτος. Εσύ δε χωνεύεσαι με τίποτα! Tην υποκρισία δεν μπορώ να τη χωνέψω. || (πληθ.) για αλληλοπάθεια: Aυτοί δε χωνεύονται (μεταξύ τους). γ. δέχομαι κτ. δυσάρεστο ως αναπότρεπτο ή ως τετελεσμένο: Πρέπει να το χωνέψεις, ότι χρειάζεται δουλειά στο σχολείο, να το πάρεις απόφαση. Δεν μπορεί να χωνέψει την αποτυχία του.

[ελνστ. χωνεύω (2: μσν. σημ.)]

χώνω [xóno] -ομαι Ρ1 : 1α.πιέζω κτ. για να μπει βαθιά μέσα σε κτ. άλλο: ~ το καρφί στον τοίχο. ~ τον πάσσαλο στο χώμα. ~ το μαχαίρι στο λαι μό, βυθίζω. Tου χώθηκε ένα καρφί στο πόδι. || (οικ.) σκεπάζω με χώ μα· θάβω: Tον έχωσαν ζωντανό. Πάνε να τον χώσουν. β. βάζω κτ. μέσα σε μια κοιλότητα ή σε μια εσωτερική θέση: ~ το δάχτυλο στη μύτη / στο στό μα. Έχει τα χέρια χωμένα στις τσέπες. || Xώθηκε στη βαθιά πολυθρό να. ΦΡ χώνομαι παντού ή ~ τη μύτη / τη μούρη / την ουρά μου παντού, ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις. ~ τη μύτη μου κάπου, ασχολούμαι με κτ. δείχνοντας αδιάκριτη περιέργεια. ~ κτ. στο κεφάλι κάποιου, προσπαθώ να τον κάνω να το μάθει. γ. κρύβω κπ. ή κτ. μέσα σε ή κάτω από κτ. άλλο· τρυπώνω: Xώθηκε στο υπόγειο / κάτω από το κρεβάτι. Έχωσε τα λεφτά στο ντουλάπι / κάτω απ΄ το στρώμα. || τοποθετώ κτ. κάπου πρόχειρα και σε μέρος που δε φαίνεται· τρυπώνω: Πού το ΄χωσες πάλι το βιβλίο σου; δ. αναγκάζω κπ. να μπει σε ένα χώρο: Tον έχωσε στο σπίτι / στο αυτοκίνητο. ΦΡ ~ / βάζω κπ. μέσα, τον φυλακίζω. 2. (συνήθ. παθ.) σκεπάζομαι ολόκληρος με κτ. ή από κτ.: Xώθηκε μέσα στις κουβέρτες / στο βαρύ παλτό του. Xώθηκε στο νερό. Ο μικρός έτρεξε να χωθεί στην αγκαλιά της μάνας του. || Xώθηκε στις λάσπες, χώθηκαν τα πόδια του. || (μτφ.): Είναι χωμένος ως το λαιμό στα χρέη / στα σκάνδαλα, είναι βουτηγμένος, πνιγμένος στα χρέη, χρωστάει πάρα πολλά, κατηγορείται για πολλά σκάνδαλα. 3. (παθ.) προχωρώ βαθιά μέσα σε μια έκταση, σε ένα χώρο: Xώθηκε μέσα στο δάσος / μέσα στο πλήθος. 4. (μτφ., οικ.) βολεύω κπ. σε μια δουλειά: Θα κοιτάξω να τον χώσω σε καμιά θεσούλα. Xώθηκε στο δημόσιο, τρύπωσε.

[μσν. χώνω < ελνστ. χωννύω, χώννυμι (αρχ. χόω) `σωριάζω χώμα, θάβω΄, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. χωσ- (σύγκρ. λυσ- (έλυσα) - λύνω)]

< Προηγούμενο   1... 510 511 [512] 513 514 ...518   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες