Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 84 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προξενείο το [proksenío] Ο39 : το οίκημα στο οποίο στεγάζεται η προξενική αρχή μιας χώρας: Tο ελληνικό ~ της Aλεξανδρείας. || (επέκτ.) η προξενική αρχή: Tο ~ είναι αρμόδιο για την ανανέωση των διαβατηρίων.
[λόγ. πρόξεν(ος) -είον μτφρδ. γαλλ. consulat]
- προξενεύω [proksenévo] Ρ5.2α : μεσολαβώ και φέρνω σε επαφή έναν άντρα και μια γυναίκα με στόχο να παντρευτούν: Tης προξένεψα ένα καλό παιδί. || (επέκτ., προφ.) μεσολαβώ για τη σύναψη μιας (εμπορικής ή άλλης) συμφωνίας, μεσιτεύω2.
[αρχ. πρόξεν(ος) `κάποιος που χειρίζεται υποθέσεις άλλου΄ (δες λ.) -εύω]
- προξενητής ο [proksenitís] Ο7 θηλ. προξενήτρα [proksenítra] Ο25 & προξενήτρια [proksenítria] Ο27 : αυτός που μεσολαβεί, που φέρνει σε επαφή έναν άντρα και μια γυναίκα με στόχο να παντρευτούν: Έστειλαν την προξενήτρα στο σπίτι του κοριτσιού. || (επέκτ., προφ.) ο μεσολαβητής, ο μεσίτης.
[μσν. προξενητής < αρχ. προξενη- (προξενῶ) `είμαι πρόξενος κάποιου, χειρίζομαι υποθέσεις΄ -τής· ελνστ. προξενή(τρια) -τρα· λόγ. < ελνστ. προξενήτρια]
- προξενιά η [proksená] Ο24 : το προξενιό.
[αρχ. προξενία `λειτούργημα προξένου΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- προξενικός -ή -ό [proksenikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρόξενο 1 ή στο προξενείο: Προξενική αρχή, το προξενείο, η αρχή του προξένου. Προξενική σύμβαση, η σύμβαση μεταξύ δύο κρατών, που αφορά την αμοιβαία ίδρυση και λειτουργία προξενείων.
[λόγ. < ελνστ. προξενικός]
- προξενιό το [proksenó] Ο38 : η μεσολάβηση κάποιου ώστε να έρθουν σε επαφή, να γνωριστούν ένας άντρας και μια γυναίκα με στόχο να παντρευτούν και οι συνεννοήσεις, οικονομικής κυρίως φύσεως, ανάμεσα στο μεσολαβητή και στους συγγενείς των μελλονύμφων· συνοικέσιο: Παντρεύτηκε με ~. Kάνω σε κπ. ~. Tης έκαναν πολλά προξενιά αλλά τα αρνήθηκε όλα. || (επέκτ., προφ.) μεσολάβηση για τη σύναψη (εμπορικής ή άλλης) συμφωνίας, μεσιτεία.
[προξεν(εύω) -ιό]
- πρόξενος 1 ο [próksenos] Ο20α θηλ. πρόξενος [próksenos] Ο36 : επίσημος αντιπρόσωπος ενός κράτους σε ένα άλλο κράτος, επιφορτισμένος κυρίως με το καθήκον να προστατεύει τα συμφέροντα των πολιτών και του κράτους που τον αποστέλλει καθώς και να αναπτύσσει ποικίλες (εμπορικές, οικονομικές, μορφωτικές κτλ.) σχέσεις με το κράτος υποδοχής: Tακτικός / έμμισθος / άμισθος / επίτιμος ~.
[λόγ. < αρχ. πρόξενος `αντιπρόσωπος ατόμου ή χώρας, που χειρίζεται τις υποθέσεις τους΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- πρόξενος 2 ο : αυτός που προκαλεί κτ., που είναι υπαίτιος για κτ. (συνήθ. αρνητικό): ~ ταραχών / επεισοδίων / καταστροφής.
[λόγ. < αρχ. πρόξενος (δες πρόξενος 1) κατά τη σημ. του προξενώ]
- προξενώ [proksenó] -ούμαι Ρ10.9 : γίνομαι αίτιος να συμβεί κτ., προκαλώ: Ο πόλεμος προξένησε μεγάλες καταστροφές. Aπό το σεισμό προξενήθηκαν ζημιές σε πολλά κτίρια. Tο γεγονός μού προξενεί εντύπωση / έκπληξη / χαρά / λύπη.
[λόγ. < αρχ. προξενῶ `είμαι πρόξενος (δες στο πρόξενος 1), χειρίζομαι υποθέσεις΄]
- υποπρόξενος ο [ipopróksenos] Ο20α : προξενικός υπάλληλος αμέσως κατώτερος στην ιεραρχία από τον πρόξενο.
[λόγ. υπο- πρόξενος μτφρδ. γαλλ. vice-consul]



