Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 84 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξένιος [ksénios] Ε6 : μόνο στο ~ Δίας, επωνυμία του Δία ως προστάτη των ξένων και ως ΦΡ το πνεύμα της φιλοξενίας.
[λόγ. < αρχ. ξένιος]
- ξενισμός ο [ksenizmós] Ο17 : I.μίμηση ξένων τρόπων. || (ειδικότ.) η χρήση ξένης συντακτικής δομής σε μία πρόταση καθώς και ξένων λέξεων. II. (βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο δύο είδη συμβιώνουν, το ένα ως παράσιτο και το άλλο ως ξενιστής.
[λόγ. ξέν(ος) -ισμός μτφρδ. ιταλ. forestie rismo(;) (πρβ. ελνστ. ξενισμός `παραξενιά΄, διαφ. το μσν. ξενισμός `ξενιτεμός΄, αρχ. ξενισμός `φιλοξενία΄)]
- ξενιστής ο [ksenistís] Ο7 : (βιολ.) ζωικός οργανισμός στον οποίο ζει ένα παράσιτο.
[λόγ. < αρχ. ξενισ- (ξενίζω) `φιλοξενώ΄ -τής μτφρδ. γαλλ. hἄte ή αγγλ. host (διαφ. το ελνστ. ξενιστής `φίλος΄)]
- ξενιτεμός ο [ksenitemós] Ο17 : η μακρόχρονη διαμονή σε ξένη χώρα, ως αποτέλεσμα αδήριτης ανάγκης, οικονομικής ή άλλης· (πρβ. μετανάστευ ση).
[ξενιτεύ(ω) -μός με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- ξενιτεύομαι [ksenitévome] Ρ5.2β : φεύγω από τη χώρα μου και εγκαθίσταμαι σε ξένο τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνήθ. λόγω πιεστικής οικονομικής ή άλλης ανάγκης· (πρβ. μεταναστεύω): Στο χωριό μας ξενιτεύονται από μικρά παιδιά. Δεν μπορούσε να βρει δουλειά και αναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Είχε ένα γιο ξενιτεμένο στην Aυστραλία. || (μππ. ως ουσ.) ο ξενιτεμένος: Ο καημός του ξενιτεμένου.
[μσν. ξενιτεύομαι < ελνστ. ενεργ. ξενιτεύω `ζω στα ξένα΄ (αρχ. ξενιτεύομαι `υπηρετώ ως μισθοφόρος΄)]
- ξενιτιά η [ksenitxá] Ο24 : ο τόπος στον οποίο ξενιτεύεται κάποιος· τα ξένα: Πάω στην ~. Έζησε πολλά χρόνια στην ~. Tραγούδια της ξενιτιάς.
[μσν. ξενιτιά < ελνστ. ξενιτεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. ξενιτεία `μισθοφορική υπηρεσία΄) (ορθογρ. απλοπ.)]
- ξενο- [kseno] & ξενό- [ksenó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται στους ξένους, αφορά τους ξένους σε αντιδιαστολή με τους Έλληνες· (πρβ. ελληνο-2): ξενόγλωσσος, ~κίνητος, ~λατρία, ~μανής, ~φοβία. 2. αναφέρεται, αφορά, προορίζεται για ξένους, για αγνώστους: ~δοχείο, ~δόχος. || με β' συνθετικό ρήμα: ~δουλεύω, ~κοιμάμαι, ~πλένω. II. σε επιστημονικούς όρους: (βοτ.) ~γαμία, γονιμοποίηση με γύρη από άλλο φυτό. (βιολ.) ~γένεση, ~μόσχευση· (ιατρ.) ~διαγνωστική· (ζωολ.) ~φόρος.
[I: αρχ. & λόγ. < αρχ. ξενο- θ. του επιθ. ξένο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ξενο-δόκος `που φιλοξενεί΄, ελνστ. ξενο-δόχος, μσν. ξενο-γυρισμένος, ξενο-γαμώ (ξενο-φοβία δες λ.)· II: λόγ. < διεθ. xeno- < αρχ. ξενο-: ξενο-γαμία < διεθ. xenogamy]
- ξενόγλωσσος -η -ο [ksenóγlosos] Ε5 : που είναι γραμμένος, διατυπωμένος σε ξένη γλώσσα: Ξενόγλωσσο κείμενο. Ξενόγλωσσες επιγραφές. Ξενόγλωσσοι οδηγοί. || Ξενόγλωσση εκπαίδευση.
[λόγ. ξενο- + -γλωσσος]
- ξενοδουλεύω [ksenoδulévo] Ρ5.2α : συνήθ. για γυναίκα η οποία εργάζεται με ημερομίσθιο ως οικιακή βοηθός σε διάφορα σπίτια ή ως καθαρίστρια σε γραφεία κτλ: Ξενοδουλεύει για να μεγαλώσει τα παιδιά της.
[ξενο- + δουλεύω]
- ξενόδουλος -η -ο [ksenóδulos] Ε5 : που εξυπηρετεί ξένα συμφέροντα, συνήθ. μεγάλων και ισχυρών κρατών, που είναι υποταγμένος στη δική τους πολιτική: Ξενόδουλο καθεστώς. Ξενόδουλη πολιτική. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο ξενόδουλος: Οι ξενόδουλοι πούλησαν την πατρίδα μας.
[λόγ. ξενο- + δούλ(ος) -ος]



