Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
84 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξενάγηση η [ksenájisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεναγώ· το έργο του ξεναγού: Θα γίνει ~ στο Aρχαιολογικό Mουσείο. H ~ ήταν πο λύ ενδιαφέρουσα.
[λόγ. ξεναγη- (ξεναγώ) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ξενάγησις `στρατολόγηση΄)]
- ξεναγός ο [ksenaγós] Ο17 θηλ. ξεναγός [ksenaγós] Ο34 : αυτός που έχει ως επάγγελμα την ξενάγηση ή αυτός που αναλαμβάνει να ξεναγήσει κπ.: Σχολή ξεναγών. Kάνω τον ξεναγό. Εκτελώ χρέη ξεναγού.
[λόγ. < ελνστ. ξεναγός, αρχ. σημ.: `διοικητής μισθοφόρων΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ξεναγώ [ksenaγó] -ούμαι Ρ10.9 : οδηγώ τους επισκέπτες ενός τόπου, δίνο ντάς τους κάθε είδους σχετικές με αυτόν πληροφορίες, ιστορικές, αρχαιολογικές κτλ.: Mας ξενάγησαν / ξεναγηθήκαμε σε μουσεία / στις Mυκήνες / στα αξιοθέατα της πόλης.
[λόγ. < αρχ. ξεναγῶ]
- ξενερίζω [ksenerízo] Ρ2.1α : (οικ.) 1. για ψάρι που χάνει τον προσανατολισμό του. 2. για ψάρι ή για πέτρα που ξεπροβάλλει μέσα από το νερό.
[μσν. ξενερίζω < ξε- νερ(ό) -ίζω]
- ξενέρωμα το [ksenéroma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξενερώνω.
[ξενερώ(νω) -μα]
- ξενερώνω [kseneróno] Ρ1α : (οικ.) 1. συνέρχομαι από μεθύσι: Δεν ξενερώσαμε ακόμα από χθες το βράδυ. || (λαϊκ.) συνέρχομαι από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. 2α. κάνω κπ. να χάσει το κέφι του, να προσγειωθεί απότομα στην πραγματικότητα: Mε ξενέρωσε τελείως με τη συμπεριφορά του / με την πρώτη κουβέντα που μου είπε. β. χάνω το κέφι μου, προσγειώνομαι απότομα στην πραγματικότητα: Mε το που το άκου σα ξενέρωσα.
[μσν. ξενε ρώ(νω) `προεξέχω απ΄ το νερό΄ < ξε- νερ(ό) -ώνω]
- ξενέρωτος -η -ο [ksenérotos] Ε5 : (οικ.) 1. ειρωνικός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανιαρού, πληκτικού, χωρίς καμία προσωπικότητα ή ανθρώπου που δε συμμετέχει, που είναι αδιάφορος ή άσχετος. 2. (σπάν.) ξεμέθυστος.
[ξενερώ(νω) -τος]
- ξενηλασία η [ksenilasía] Ο25 : η απαγόρευση εισόδου ξένων σε μια χώρα ή η απέλαση ξένων από μια χώρα. || (μτφ.): ~ ή ισοτέλεια, για τις ξένες λέξεις που έρχονται στην ελληνική γλώσσα.
[λόγ. < αρχ. ξενηλασία `διώξιμο των ξένων στη Σπάρτη΄]
- ξενίζω [ksenízo] -ομαι Ρ2.1 : αισθάνομαι έκπληξη, συνήθ. δυσάρεστη, παραξενεύομαι για κτ. που δε μου είναι οικείο, που δεν το περίμενα: Mε ξένισαν τα λόγια του. Δε με ξενίζει η συμπεριφορά του.
[λόγ. < ελνστ. ξενί ζω, αρχ. σημ.: `φιλοξενώ΄]
- ξενικός -ή -ό [ksenikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που ταιριάζει σε ξένους: Ξενική προφορά. 2. που προέρχεται από μια ξένη χώρα: Ξενικά έθιμα. || (ως ουσ.): Θαυμάζει καθετί το ξενικό.
[λόγ. < αρχ. ξενικός `παράξενος΄]