Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 33 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοώ [noó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ., στο γ' πρόσ.) : α.γίνεται νοητό, μπορεί κανείς να καταλάβει κτ.: Δε νοείται πολιτισμένο κράτος χωρίς οργά νω ση της δημόσιας υγείας. (λόγ. έκφρ.) οίκοθεν* νοείται. ο νοών* νοείτω. β. εννοείται: Άφησε να νοηθεί ότι δεν έχει τέτοιες προθέσεις. Ως έγγραφο νοείται
, θεωρείται. (έκφρ.) ο καλώς / κακώς νοούμενος, ο (μη) ορθός, ο (μη) γνήσιος: Tο κακώς νοούμενο συμφέρον. || (ως ουσ.) το νοούμενο: (γραμμ.) σχήμα κατά το νοούμενο, σχήμα λόγου κατά το οποίο η σύνταξη δεν ακολουθεί το γραμματικό τύπο των λέξεων αλλά το νόημα, π.χ. «ο κόσμος χτίζει εκκλησιές».
[λόγ. < αρχ. νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον `έννοια΄, μπε. του νοῶ)]
- ξέπνοος -η -ο [ksépnoos] Ε5 : που δίνει την εντύπωση του ανθρώπου χωρίς δύναμη, χωρίς ζωτικότητα, συνήθ. ύστερα από κάποια κοπιαστική προσπάθεια· ξεψυχισμένος: Έφτασε ~ και κάθισε σε μια καρέκλα. || Mιλούσε με βραχνή, ξέπνοη φωνή, πολύ αδύνατη. Φυσούσε ένα ξέπνοο αγέρι, πολύ ελαφρό.
[ελνστ. ἔκπνοος (ἐκ- > ξε-)]
- οξύνους -ους -ουν [oksínus] Ε12ε : (λόγ.) για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από οξύνοια, από ικανότητα για σωστή και γρήγορη αντίληψη· αγχίνους. ANT αμβλύνους. || (ως ουσ.).
[λόγ. < μσν. οξύνους < οξυ- 1 + νους κατά το ελνστ. σοφόνους `μυαλωμένος΄]
- παρανοώ [paranoó] -ούμαι Ρ10.9 : εννοώ, καταλαβαίνω κτ. με λαθεμένο τρόπο, το παρερμηνεύω, το παρεξηγώ: Παρανόησε τα λόγια μου. Παρα νοήθηκαν οι δηλώσεις μου.
[λόγ. < αρχ. παρανοῶ]
- περίνους -ους -ουν [perínus] Ε12ε : (λόγ.) συνετός και προβλεπτικός, σώφρων: ~ πολιτικός ηγέτης.
[λόγ. < ελνστ. περίνους `πολύ ευφυής΄, κα τά τη σημ. του περίνοια]
- προσυνεννοούμαι [prosinenoúme] Ρ10.9β : συνεννοούμαι1α με κπ. από πριν, συνήθ. για μυστική συμφωνία, συνεννόηση: Ήταν προσυνεννοημένοι.
[λόγ. προ- συνεννοούμαι]
- συνεννοούμαι [sinenoúme] Ρ10.9β : 1α.συζητώ με άλλον ή με άλλους ένα ζήτημα, για να καταλήξουμε σε μια λύση αποδεκτή από όλους: Συνεννοηθήκαμε να συναντηθούμε αύριο. Nα συνεννοηθείς με το δικηγόρο σου πριν κάνεις οποιαδήποτε ενέργεια. Συνεννοηθήκαμε;, απειλητικά σε κπ. για να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις μου. || για μυστική συμφωνία, συνήθ. με κακό σκοπό: Aυτοί είναι συνεννοημένοι να διαλύσουν την εταιρεία μας. β. έχω τις ίδιες ιδέες, απόψεις, συνήθειες με κπ. άλλον, έτσι ώστε η συμβίωση, η συνύπαρξη ή η οποιαδήποτε άλλη επαφή μαζί του να είναι δυνα τή και ευχάριστη: Δεν μπορούσε το ζευγάρι να συνεννοηθεί και γι΄ αυτό χώρισε. Συνεννοούνται πολύ καλά όλοι οι συνεργάτες της υπηρεσίας μας. 2α. μπορώ να ακούσω τι μου λέει κάποιος και ακούγομαι από αυτόν: Δεν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε στο τηλέφωνο, γιατί η σύνδεση ήταν πολύ κακή. Είναι βαρήκοος και πρέπει να φωνάζεις για να συνεννοηθείς μαζί του. β. με λόγια ή με άλλα εκφραστικά μέσα δίνω στον άλλο να καταλάβει τι θέλω να πω καθώς και εγώ καταλαβαίνω εκείνον: Συνεννοείται πολύ καλά στα αγγλικά. Οι κωφάλαλοι συνεννοούνται και με νοήματα.
[λόγ. < ελνστ. συνεννοῶ `συλλογίζομαι μαζί΄ & σημδ. γαλλ. s΄entendre]
- σύννους -ους -ουν [sínus] Ε12ε : (λόγ.) βυθισμένος σε σκέψεις.
[λόγ. < αρχ. σύννους]
- συχνουρία η [sixnuría] & συχνοουρία η [sixnouría] Ο25 : (ιατρ.) πολύ συχνή ούρηση, με αποβολή μικρής ποσότητας ούρων· (πρβ. πολυουρία).
[λόγ. < γαλλ. sychnurie < sychn(o)- < αρχ. συχν(όν) (-ο-) + -urie = -ουρία]
- υπονοούμενο το [iponoúmeno] Ο41 : αυτό που, επειδή θίγει κάποιο δυσάρεστο ή λεπτό θέμα, λέγεται με τρόπο έμμεσο και καλυμμένο: Mιλάει με υπονοούμενα. Άφησε τα υπονοούμενα και μίλα καθαρά. || (ειρ.): Tο κατάλαβα / το έπιασα το ~, για κτ. που εκφράζεται σαφώς.
[λόγ. ουδ. μπε. του υπονοώ μτφρδ. γαλλ. sous-entendu]



