Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %νοο%
33 εγγραφές [1 - 10]
αγνοούμενος -η -ο [aγnoúmenos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν είναι γνωστή η τύχη ή η θέση του ύστερα από μια ορισμένη χρονική στιγμή. || (ως ουσ.) ο αγνοούμενος: Πίνακας αγνοουμένων. Aγνοούμενοι πολέμου.

[λόγ. μπε. < αρχ. ἀγνοῶ]

αγνοώ [aγnoó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. αγνοούμενος* : 1.δεν ξέρω, δε γνωρίζω: Δεν επιτρέπεται να αγνοείς την ιστορία του τόπου σου. Aγνοείται η τύχη των ναυαγών. 2. παραβλέπω, δεν υπολογίζω, δε δίνω σημασία: Aγνόησαν τις πατρικές συμβουλές. Mας είδε στο δρόμο, αλλά μας αγνόησε. Tον αγνόησε ο πολιτικός και πνευματικός κόσμος. Aγνοούν τη λαϊκή ετυμηγορία. Πέθανε φτωχός κι αγνοημένος, ξεχασμένος.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀγνοῶ· 2: σημδ. αγγλ. ignore]

αγχίνους -ους -ουν [anxínus] Ε12ε : (λόγ.) οξύνους. ANT βραδύνους. || (ως ουσ.). || (ψυχ.): ~ μνήμη, η ικανότητα του ατόμου να συγκρατεί παραστάσεις συνδέοντάς τες με άλλες παλαιότερες, με τις οποίες βρίσκει ομοιότητες.

[λόγ. < αρχ. ἀγχίνους]

αμβλύνους -ους -ουν [amvlínus] Ε12ε : (λόγ., για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αμβλύνοια, από έλλειψη ικανότητας για σωστή και γρήγορη αντίληψη. ANT οξύνους.

[λόγ. αμβλύ(ς) + νους κατά το βραδύνους]

άνους -ους -ουν [ánus] Ε12ε : (λόγ.) που δεν έχει νου, σκέψη· άμυαλος, ανόητος.

[λόγ. < αρχ. ἄνους]

βραδύνους -ους -ουν [vraδínus] Ε12ε : (λόγ.) που έχει μειωμένη αντιληπτική ή κριτική ικανότητα, που εννοεί δύσκολα, καθυστερημένος, κουτός. ANT αγχίνους. || (ιατρ.) που πάσχει από βραδύνοια: Bραδύνοα άτομα. || (ως ουσ.).

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. βραδύνους < βραδύ(ς) + νοῦς κατά το οξύνους]

διανοούμαι [δianoúme] Ρ10.9β : 1. (σπάν.) σκέφτομαι σε βάθος και ιδίως κάνω φιλοσοφικό στοχασμό. 2. (ιδίως σε αρνητική πρόταση) σκέφτομαι: Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς / γιατί το έκανε αυτό. Ποτέ του δε διανοήθηκε να πολιτευθεί. Διανοήθηκες ποτέ τι σημαίνει να χάσεις το παιδί σου;

[λόγ. < αρχ. διανοοῦμαι `έχω στο μυαλό μου΄ κατά τη σημ. της λ. διάνοια]

διανοουμενίστικος -η -ο [δianoumenístikos] Ε5 : που μιμείται τους διανοουμένους ή τα δημιουργήματά τους: Διανοουμενίστικο κοινό / κείμενο / άρθρο. διανοουμενίστικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει / συμπεριφέρεται / φέρεται ~.

[διανοούμεν(ος) -ίστικος]

διανοούμενος ο [δianoúmenos] Ο20α θηλ. διανοούμενη [δianoúmeni] Ο32 : αυτός που ασχολείται με πνευματικές δραστηριότητες και χαρακτηρίζεται από βαθιά, συνήθ. φιλοσοφική, σκέψη: Παριστάνει το διανοούμενο ενώ είναι τελείως ακαλλιέργητος. Διανοούμενοι και τεχνοκράτες. || (επέκτ.): Είναι ο ~ της οικογένειας· συνεχώς διαβάζει.

[λόγ. μτχ. ενεστ. του ρ. διανοούμαι μτφρδ. γαλλ. intellectuel· λόγ. διανοούμεν(ος) -η]

εννοώ [enoó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.έχω στο νου, στη σκέψη μου κτ.: Tι εννοείς όταν λες αυτά; Δεν ξέρω τι εννοούσες, αλλά εγώ αυτό κατάλαβα. 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κτ.: Δεν ~ ποια είναι η διαφορά / τη διαφορά. Aν εννόησα καλά, συμφωνείς. || (προφ.) ~ κπ., κατανοώ τα λεγόμενά του. Δε με εννόησες καλά· άλλο είπα. 3. έχω τη σταθερή απόφαση να κάνω κτ., επιμένω: ~ να γίνει και θα γίνει ό,τι θέλω. (έκφρ.) δεν ~ να (κάνω κτ.), αρνούμαι πεισματικά να (κάνω κτ.), επιμένω να μην (κάνω κτ.). όταν λέω κάτι το ~, δε θα δεχτώ καμιά, έστω και την ελάχιστη, υποχώρηση. 4. (παθ., στο γ' εν. πρόσ.) εννοείται, είναι αυτονόητο: Εννοείται ότι θα έρθεις κι εσύ· δε χρειάζεται να σ΄ το πούμε ιδιαιτέρως. (έκφρ.) τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται*.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἐννοῶ· 3: & σημδ. αγγλ. mean· 4: σημδ. γαλλ. (bien) entendu]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες