Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 18 εγγραφές [11 - 18] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νόηση η [nóisi] Ο33 : η ικανότητα του νου να επεξεργάζεται το υλικό που του παρέχουν οι αισθήσεις και να διαμορφώνει τις έννοιες, τους συλλογισμούς και τις κρίσεις: H ~, το συναίσθημα και η βούληση συνθέτουν τον ψυχικό βίο του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. νόη(σις) -ση]
- νοησιαρχία η [noisiarxía] Ο25 : φιλοσοφική τάση που δίνει την προτεραιότητα στο νου και στα προϊόντα της νόησης, σε συνδυασμό με την αντίληψη ότι η νόηση είναι ψυχική δύναμη ανώτερη από τη βούληση και το συναίσθημα· νοησιοκρατία.
[λόγ. νόησι(ς) + -αρχία απόδ. γαλλ. intel lectualisme]
- νοησιαρχικός -ή -ό [noisiarxikós] Ε1 : που αναφέρεται στη νοησιαρχία.
[λόγ. νοησιαρχ(ία) -ικός]
- νοησιοκρατία η [noisiokratía] Ο25 : η νοησιαρχία.
[λόγ. νόησι(ς) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. intellectualisme]
- παρανόηση η [paranóisi] Ο33 : η εσφαλμένη κατανόηση, η παρερμηνεία ή η παρεξήγηση του περιεχόμενου, του νοήματος κυρίως των λόγων κάποιου: Tο λάθος / η παρεξήγηση οφείλεται σε ~.
[λόγ. < ελνστ. παρανόη(σις) `τρέλα΄ -ση κατά τη σημ. του παρανοώ σημδ. γαλλ. malentendu ή αγγλ. misunderstanding]
- προσυνεννόηση η [prosinenóisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσυνεννοούμαι, συνεννόηση που γίνεται από πριν.
[λόγ. προ- συνεννόηση]
- συνεννόηση η [sinenóisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνεννοούμαι. 1α. συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων για να αποφασιστεί κτ.: Tο δημόσιο βρίσκεται / ήρθε σε ~ με ξένες εταιρείες. Οι συνεννοήσεις που έγιναν μεταξύ εργατών και εργοδοσίας δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Tην περίμενα το πρωί, έγινε όμως κακή ~ και εκείνη ήρθε το απόγευμα. Ύστερα από ~ / κατόπιν συνεννοήσεως με τους προϊσταμένους του ανέλαβε την τακτοποίηση του ζητήματος. β. η κατάσταση που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα όταν αυτά έχουν τις ίδιες ιδέες, απόψεις ή αντιλήψεις ή όταν ο καθένας προσπαθεί να καταλάβει και να δεχτεί τις διαφορετικές αντιλήψεις του άλλου: Όταν υπάρχει ~ στην οικογένεια, λύνονται όλα τα προβλήματα. H ~ μεταξύ των λαών προάγει τις καλές σχέσεις. 2α. δυνατότητα ακουστικής επικοινωνίας: Mε τόσο θόρυβο η ~ είναι δύσκολη. β. δυνατότητα επικοινωνίας με τη χρήση του λόγου ή άλλου εκφραστικού μέσου: H ~ στο εξωτερικό είναι δύσκολη, αν δε μιλάς ξένες γλώσσες.
[λόγ. συνεννοη- (συνεννοούμαι) -σις > -ση]
- συνεννοήσιμος -η -ο [sinenoísimos] Ε5 : με τον οποίο μπορεί κανείς να συνεννοηθεί, ο οποίος δείχνει διάθεση και μπορεί να συζητήσει λογικά και να καταλήξει σε συμφωνία.
[λόγ. συνεννοη- (συνεννοούμαι) -σιμος]



