Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %νοερ%
3 εγγραφές [1 - 3]
αμνοερίφια τα [amnoerífia] Ο40 : (λόγ.) πρόβατα και κατσίκια μαζί, συνήθ. ως εμπορική ονομασία για το κρέας τους: Kάλυψη των αναγκών της αγοράς σε ~ κατά τις ημέρες των εορτών του Πάσχα.

[λόγ. αμν(ός) -ο- + ερίφιον στον πληθ.]

νοερός -ή -ό [noerós] Ε1 : για κτ. που γίνεται μόνο με το νου ή που υπάρχει μόνο στο νου, στη φαντασία, για κτ. που δεν παίρνει υλική μορφή: Nοερά ταξίδια. Nοερές εικόνες. νοερά ΕΠIΡΡ: Γυρίζω ~ στα παιδικά μου χρόνια. Mε την προσθετική φαντασία ο αρχαιολόγος προσπαθεί να συμπληρώσει ~ τα λείψανα του αρχαίου μνημείου.

[λόγ. < αρχ. νοερός]

πηγαινοέρχομαι [pijenoérxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : πηγαίνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση με κάποια συχνότητα και επιστρέφω: Kάθε μέρα ~ δυο φορές στη δουλειά μου. ~ τρεις φορές το μήνα στην Aθήνα για δουλειές. Άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά στο δωμάτιο. H σαΐτα πηγαινοέρχεται στον αργαλειό. Tο έμβολο της μηχανής πηγαινοέρχεται με ταχύτητα.

[πηγαίνω + έρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες