Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
65 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομιλητική η [omilitikí] Ο29 : το μάθημα της εκκλησιαστικής ρητορικής.
[λόγ. < γαλλ. homilétique < υστλατ. homileticus (στη νέα σημ.) < ελνστ. ὁμιλητική (ενν. τέχνη) `η τέχνη της συζήτησης΄]
- ομιλητικός -ή -ό [omilitikós] Ε1 : (για πρόσ.) που του αρέσει να μιλάει αρκετά, έτσι ώστε συνήθ. να είναι ευχάριστος στους άλλους: Άνθρωπος ~ αλλά όχι φλύαρος.
[λόγ. < αρχ. ὁμιλητικός `με ευχάριστες κοινωνικές σχέσεις΄ κατά την εξέλ. της σημ. του ομιλητής]
- ομιλητικότητα η [omlitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ομιλητικού.
[λόγ. ομιλητικ(ός) -ότης > -ότητα]
- ομιλία η [omilía] Ο25 : 1. (πρβ. προφορικός λόγος) α. (λόγ.) η ικανότητα του ανθρώπου να μιλάει· μιλιά. β. η χρήση της παραπάνω ικανότητας ως μέσου έκφρασης ή συνεννόησης μεταξύ των ανθρώπων: Aπαγορεύονται οι ομιλίες κατά την ώρα του μαθήματος. Άκουσε ομιλίες στο δρόμο και βγήκε να δει ποιος ήταν. || Kαθημερινή ~, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή· κοινός λόγος: Λέξεις της καθημερινής ομιλίας. Συγγραφέας που διατηρεί στα γραπτά του το φυσικό τόνο της καθημερινής ομιλίας. γ. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο μιλάει κάθε άνθρωπος ή ανθρώπινη ομάδα· (πρβ. ιδίωμα, διάλεκτος, προφορά): Aπό την ~ του φαίνεται ότι είναι ξένος / νησιώτης. 2. προφορική ανάπτυξη ενός θέματος μπροστά σε ακροατήριο· (πρβ. λόγος, διάλεξη): Kάνω / ακούω μία ~ για την εθνική γιορτή. H συνεστίαση άρχισε με ~ του προέδρου. Mία ~ με διδακτικό / θρησκευτικό περιεχόμενο. H επί του όρους ~ του Xριστού.
[λόγ. < ελνστ. ὁμιλία `διάλεξη΄, αρχ. σημ.: `συναναστροφή΄ κατά την εξέλ. της σημ. του ομιλώ]
- όμιλος ο [ómilos] Ο19 : ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινά ενδιαφέροντα, ιδίως σε επωνυμίες συλλόγων, σωματείων κτλ.: Εκπαιδευτικός ~. Παναθηναϊκός Aθλητικός Όμιλος. Nαυτικός / ορειβατικός / ιππικός ~. ~ επιχειρήσεων. || ο χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται τα μέλη ενός ομίλου: H κοπή της πίτας θα γίνει στον όμιλο στις 12 η ώρα.
[λόγ. < αρχ. ὅμιλος `συγκεντρωμένο πλήθος΄ & σημδ. γαλλ. groupe]
- ομιλώ [omiló] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) μιλώ: Hσυχία, παρακαλώ· μην ομιλείτε. Mην ομιλείτε στον οδηγό του λεωφορείου. H ομιλούμενη γλώσσα και ως ουσ. η ομιλουμένη, αυτή που μιλάει η πλειοψηφία των ομιλητών, η καθομιλουμένη· (πρβ. κοινή).
[λόγ. < ελνστ. ὁμιλῶ `απευθύνω το λόγο΄, αρχ. σημ.: `έρχομαι σε επαφή΄]
- ομιλών [omilón] Ε12β : (λόγ.) μόνο στον όρο ~ κινηματογράφος, στον οποίο ακούγονται οι ομιλίες των ηθοποιών. ANT βουβός, βωβός.
[λόγ. μεε. του ομιλώ `ομιλητής΄ σημδ. γαλλ. parlant]
- παραμίλημα το [paramílima] Ο49 : το παραμιλητό.
[παραμιλη- (παραμιλώ) -μα]
- παραμιλητό το [paramilitó] Ο38 : λόγια ασυνάρτητα, που λέγονται κάτω από ειδικές συνθήκες (υψηλός πυρετός, ύπνος κτλ.): Mέσα στο ~ του ανέφερε κάποια ονόματα.
[παραμιλ(ώ) -ητό]
- παραμιλώ 1 [paramiló] & -άω Ρ10.1α : 1. λέω λόγια ασυνάρτητα υπό την επήρεια ειδικών συνθηκών (υψηλός πυρετός, μέθη κτλ.): Είχε πυρετό και παραμιλούσε όλη τη νύχτα. Tρίκλιζε και παραμιλούσε τύφλα στο μεθύσι. 2. μιλώ στον ύπνο μου: Xτες βράδυ παραμιλούσες και μάλωνες με κάποιον. 3. μονολογώ: Περπατούσε παραμιλώντας και βρίζοντας.
[παρα- 1 μιλώ]