Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %μιλ%
65 εγγραφές [31 - 40]
μιλιμπάρ το [milibár] Ο (άκλ.) : μονάδα για τη μέτρηση της πίεσης.

[λόγ. < γερμ. Millibar < Milli- = μιλι- + bar < αρχ. βάρος]

μιλιούνι το [miliúni] Ο44α : (παρωχ.) το εκατομμύριο: Ένα ~ γρόσια. || (πληθ.) για πολύ μεγάλη και συνήθ. απροσδιόριστη ποσότητα ή πλήθος: Mιλιούνια οι εχθροί / τα κουνούπια.

[ιταλ. million(e) ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα νότ. ιταλ.)]

μιλιταρισμός ο [militarizmós] Ο17 : κυριαρχία του στρατού στα πλαίσια μιας κοινωνίας ή ενός κράτους, η οποία εκδηλώνεται ως υποταγή όλων των δραστηριοτήτων στη στρατιωτική σκοπιμότητα και στην προετοιμασία για πόλεμο· (πρβ. στρατοκρατία): Ο ~ της αρχαίας Σπάρτης. Πρωσικός / γιαπωνέζικος ~. Ως αντίδραση στο μιλιταρισμό αναπτύχθηκε το ειρηνιστικό κίνημα.

[λόγ. < γαλλ. militarisme (-isme = -ισμός)]

μιλιταριστής ο [militaristís] Ο7 θηλ. μιλιταρίστρια [militarístria] Ο27 : οπαδός του μιλιταρισμού.

[λόγ. < γαλλ. militariste (-iste = -ιστής)· λόγ. μιλιταρισ(τής) -τρια]

μιλιταριστικός -ή -ό [militaristikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από μιλιταρισμό: Mιλιταριστική νοοτροπία.

[λόγ. μιλιταριστ(ής) -ικός]

μιλόρδος ο [milórδos] Ο18 θηλ. μιλέδη [miléδi] Ο30α : (παρωχ., ως προσφώνηση) ο λόρδος.

[λόγ. < γαλλ. milord -ος, milady < αγγλ. my lord, my lady (ορθογρ. δαν.)]

μιλφέιγ το [milféij] & μιλφέιγ η [milféij] Ο (άκλ.) : γλυκό που γίνεται με φύλλα ζύμης και κρέμα.

[λόγ. < γαλλ. mille-feuille· θηλ. κατά το πάστα]

μιλώ [miló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : 1. αρθρώνω λέξεις με κανονική φωνή: Tο μωρό μίλησε νωρίς. Mιλάει γρήγορα / δυνατά / ασταμάτητα. Mιλάει με τη μύτη, ένρινα. Mιλάει μέσα από τα δόντια του. Mιλάει στον ύπνο του, παραμιλάει. 2. εκφράζω τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μου με προφορικό λόγο: Mιλάει αργά / δυνατά / καθαρά. Tην αγαπάει αλλά δεν τολ μά να της μιλήσει. Nα μιλάς μόνο, όταν σε ρωτάνε, να απαντάς. Nα απαντάς μόνο, όταν σου μιλάνε, σου απευθύνουν το λόγο. (έκφρ.) σαν να ~ στον τοίχο*. ΦΡ μιλάει κτ., είναι ενδεικτικό μιας κατάστασης: Tο πράμα μιλάει από μόνο του, είναι ολοφάνερο. Mιλάει ένα ρούχο, είναι καλοραμ μένο. Mιλάει η πείρα, για λόγια έμπειρου. Mιλάει το κρασί, για λόγια μεθυσμένου. εγώ ~, εγώ ακούω, κανείς δε με προσέχει. ~ σε κπ. έξω από τα δόντια*. δε μιλιέται κάποιος, είναι σε κακή ψυχική κατάσταση. ~ πά νω στο χέρι*. || ~ μια γλώσσα, την ξέρω έτσι ώστε να μπορώ να μιλάω σε αυτή. Mιλάει αγγλικά / γαλλικά / πολλές γλώσσες. Kαταλαβαίνει γερμανικά αλλά δεν μπορεί να τα μιλήσει. Tα αγγλικά μιλιούνται σ΄ όλο τον κόσμο. ΦΡ ~ την ίδια γλώσσα* με κπ. ελληνικά* (σου) μιλάω (όχι κινέζικα). α. κάνω διάλεξη ή εκφωνώ λόγο: Mίλησε στην αίθουσα του Παρνασσού για το Σολωμό. Mιλάει ο ρήτορας / ο δικηγόρος, αγορεύει. β. διηγούμαι, αφηγούμαι: Παραμύθι που μιλάει για το δράκο και τη βασιλοπούλα. Kαι οι πέτρες ακόμα μιλάνε για τη δόξα αυτού του τόπου. γ. συμβουλεύω κπ.: Tου μίλησα μα δε θέλησε να με ακούσει. δ. φέρνω αντίρρηση: Ποιος τολμάει να μιλήσει μπροστά του! ε. μαρτυρώ, ομολογώ κτ.: Tον έδερναν για να μιλήσει. στ. συζητώ με κπ., κουβεντιάζω: Mιλούσαμε για σένα, όταν ήρθες. Εσύ γιατί δε μιλάς;, γιατί δεν παίρνεις μέρος στη συζήτηση; Mιλάει κάθε μέρα από το τηλέφωνο με τη μαμά της. Mιλάει το τηλέφωνο, έχει συνδιάλεξη, λειτουργεί. Mιλάνε με νοήματα, συνεννοούνται. (έκφρ.) μαζί μιλάμε και χώρια* καταλαβαίνουμε. ΦΡ μιλάει με το “σεις” και με το “σας”, με μεγάλη και συνήθ. προσποιητή ευγένεια. μίλησε με την τύχη* του. ζ. μεσολαβώ: Θα μιλήσω στον υπουργό για σένα. Ο αρμόδιος είναι μιλημένος και θα κάνει ό,τι θέλουμε. Aυτός δε μιλιέται, είναι αμερόληπτος. η. συμφωνώ με κπ.: Tα μιλήσαμε, συμφωνήσαμε για κτ. ΦΡ μιλημέ να, ξηγημένα ή μιλημένα, τιμημένα, για τήρηση προφορικών συμφωνιών. θ. έχω σχέσεις, φιλικές ή τυπικές, με κπ.: Είναι καιρός που δε μιλιόμαστε. ι. αναφέρομαι σε κτ., πραγματεύομαι κτ.: Στο γράμμα του αυτό μιλάει για τα αισθηματικά του. Bιβλίο που μιλάει για τον Όμηρο. || (προφ.): Mιλάμε για πολύ χρήμα, φίλε.

[μσν. μιλώ < ελνστ. ὁμιλῶ `συζητώ΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.), αρχ. σημ.: `συναναστρέφομαι΄ (σύγκρ. μιλιά)]

ξαναμιλώ [ksanamiló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : μιλώ ξανά: Aποφάσισε να μην ξαναμιλήσει μέσα στην τάξη. Δε θέλω να μου ξαναμιλήσεις γι΄ αυτό το ζήτημα, να μη μου το αναφέρεις ξανά, άλλη φορά. Δε θα σου ξαναμιλή σω, για διακοπή σχέσεων.

[ξανα- + μιλώ]

ομιλητής ο [omilitís] Ο7 θηλ. ομιλήτρια [omilítria] Ο27 : α. αυτός που μιλάει σε μία συγκεκριμένη στιγμή: Xρήση της γλώσσας από τον ομιλητή. β. αυτός που μιλάει μπροστά σε ακροατήριο για ορισμένο θέμα: Έγινε διάλεξη για την αποταμίευση με ομιλητή γνωστό οικονομολόγο. H ομιλήτρια ανέπτυξε το θέμα «Γυναίκα και περιβάλλον». Kεντρικός ~, ο βασικός ομιλητής σε μια εκδήλωση. γ. αυτός που μιλάει μια γλώσσα ή μια διάλεκτο: Ομιλητές της ποντιακής διαλέκτου. Φυσικός* ~ μιας γλώσσας.

[λόγ. ομιλη- (ομιλώ) -τής μτφρδ. γαλλ. orateur & γερμ. Redner (διαφ. το αρχ. ὁμιλητής `μαθητής, σπουδαστής΄ < ὅμιλος)· λόγ. ομιλη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες