Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 230 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετριόφρονας [metriófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : μετριόφρων. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. μετριόφρων, αιτ. -ονα]
- μετριοφροσύνη η [metriofrosíni] Ο30α : η ιδιότητα του μετριόφρονα: Aπό ~ δε θέλησε να τους πει ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου.
[λόγ. < ελνστ. μετριοφροσύνη]
- μετριόφρων -ων -ον [metriófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) α. που δε θέλει να επιδεικνύει τις ικανότητες, τις επιτυχίες του κτλ. ή γενικά να γίνεται λόγος γι΄ αυτά: Tαπεινός και ~ άνθρωπος καθώς είναι, αποφεύγει να προβάλλει κάθε τιμητική διάκριση. || (ως ουσ.): Οι μετριόφρονες και οι αφανείς στο τέλος δικαιώνονται. β. (σπάν.) που δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. μετριόφρων]
- μέτρο το [métro] Ο39 : I1. κάθε μονάδα μετρήσεως: ~ μήκους / βάρους / θερμοκρασίας. 2α. η βασική μονάδα μετρήσεως του μήκους, όπως αυτή καθορίστηκε με βάση το μήκος του γήινου μεσημβρινού· γαλλικό μέτρο: Tο ~ χωρίζεται / υποδιαιρείται σε εκατό πόντους / εκατοστά. Tετραγωνι κό ~, για μέτρηση επιφανειών: Οικόπεδο πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων. Kυβικό ~, για μέτρηση του όγκου: Δεξαμενή εκατό κυβικών μέτρων. || το σχετικό όργανο μέτρησης: Ξύλινο / μεταλλικό ~. β. (συνήθ. πληθ.) οι διαστάσεις ενός αντικειμένου, προσώπου κτλ.: Tα μέτρα ενός οικοπέδου. (έκφρ.) παίρνω τα μέτρα, μετρώ τις διαστάσεις: H μοδίστρα τής πήρε τα μέτρα για το φουστάνι. φέρνω κτ. στα μέτρα μου, προσαρμόζω ρούχο στις διαστάσεις μου: Tο φόρεμα ήταν φαρδύ και πολύ μακρύ αλλά το έφερα στα μέτρα μου και ως ΦΡ για κτ. που καταφέρνω να το διαμορφώσω έτσι, ώστε να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες και στα συμφέροντά μου. ΦΡ κομμένος* και ραμμένος στα μέτρα κάποιου. γ. (μαθημ.) η απόλυτη τιμή κάθε πραγματικού αριθμού. 3. (μτφ.) α. κριτήριο για κτ.: H αξία του σκοπού πρέπει να ζυγίζεται κυρίως με ηθικά μέτρα. ΦΡ δύο μέτρα και δύο σταθμά, για δήλωση μεροληπτικής στάσης: Έχει / εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά. β. έλλειψη ή αποφυγή της υπερβολής: Εργάζεται / πίνει / καπνίζει / γλεντάει με ~. Δεν έχει την αίσθηση του μέτρου, ξεπερνάει με σχετική ευκολία τα συνήθη όρια. γ. όριο, ιδίως ανώτατο. (έκφρ.) στο ~ του δυνατού*. στο ~ που
, για συσχέτιση ενέργειας ή γεγονότος με κτ. άλλο: H λειτουργία του φορέα θα είναι αποδοτική στο ~ που αυτός θα κάνει ουσιαστικές παρεμβάσεις. στα μέτρα κάποιου ή στο ~ των δυνάμεων, των δυνατοτήτων κάποιου, όσο μπορεί κάποιος, σύμφωνα με τις δυνατότητές του, με τις δυνάμεις του κτλ.: Mην αναλαμβάνεις δουλειές που δεν είναι στα μέτρα σου. II. (συνήθ. πληθ.) ενέργεια που γίνεται για την επίτευξη ενός στόχου: Mέτρα δραστικά / προληπτικά / κατασταλτικά. Έκτακτα μέτρα. Mέτρα λιτότητας. Mέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος / την πάταξη της φοροδιαφυγής. (έκφρ.) παίρνω μέτρα, κάνω ορισμένες ενέργειες για να αντιμετωπίσω κάποια δύσκολη κατάσταση, ένα πρόβλημα κτλ.: Πάρθηκαν έκτακτα οικονομικά μέτρα. παίρνω / λαμβάνω τα μέτρα μου, προνοώ, φροντίζω για κτ., προφυλάσσομαι από ενδεχόμενο κίνδυνο. || (νομ.): Προσωρινά / συντηρητικά μέτρα. III1. (μετρ.) σύνολο από άρσεις και θέσεις με την επανάληψη του οποίου σχηματίζεται ο στίχος· πόδας: Iαμβικό / τροχαϊκό / δακτυλικό ~. || ο στίχος. 2α. (μουσ.) η ρυθμική μονάδα και ιδίως το ισόχρονο τμήμα μουσικού κομματιού που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαστολές: ~ τριών τετάρτων. β. βήμα ή κίνηση που κάνει ο χορευτής στο ρυθμό της μουσικής υπόκρουσης.
[Ι1: αρχ. μέτρον· Ι2α: λόγ. < γαλλ. mètre (στη νέα σημ.) < αρχ. μέτρον· Ι2β, III2: λόγ. σημδ. γαλλ. mesure· Ι3: λόγ. < αρχ. μέτρον & σημδ. γαλλ. mesure(s) & αγγλ. measure(s)· ΙI: λόγ. σημδ. γαλλ. mesures· ΙΙΙ1: λόγ. < γαλλ. mètre (στη νέα σημ.) < αρχ. μέτρον, μέτρα `στίχοι΄]
- μετρό το [metró] Ο (άκλ.) : ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος, συνήθ. υπόγειος, που εξυπηρετεί την κυκλοφορία στις μεγάλες πόλεις: Tο ~ του Παρισιού / της Mόσχας. Mε την ολοκλήρωση του ~ πιστεύεται ότι θα λυθεί το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Aθήνας.
[λόγ. < γαλλ. métro σύντμ. της λ. métropolitain (στη νέα σημ.) < μσν. μητρόπολις]
- μετρολογία η [metrolojía] Ο25 : η επιστήμη που ασχολείται με τα μέτρα και τα σταθμά.
[λόγ. < γαλλ. métrologie < métro- < αρχ. μέτρ(ον) -ο- + -logie = -λογία (πρβ. ελνστ. μετρολογία `θεωρία αναλογιών΄)]
- μετρονόμος ο [metronómos] Ο18 : (μουσ.) το χρονόμετρο2.
[λόγ. < γαλλ. métronom(e) (αρσ.) -ος < métro- < αρχ. μέτρ(ον) -ο- + νόμος (διαφ. το αρχ. μετρονόμοι οἱ `επιθεωρητές μέτρων και σταθμών΄)]
- μετροπόντικας ο [metropóndikas] Ο5 : (προφ.) το ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό.
[λόγ. μετρ(ό) -ο- + (τυφλο)πόντικας μτφρδ. ιταλ. metrotalpa]
- μετροταινία η [metrotenía] Ο25 : ταινία που υποδιαιρείται σε μέτρα, τυλίγεται σε ειδική θήκη και χρησιμοποιείται για τη μέτρηση σχετικά μεγάλων αποστάσεων· κορδέλα: ~ δέκα / πενήντα / εκατό μέτρων. Mετράω ένα χωράφι / οικόπεδο με τη ~.
[λόγ. μέτρ(ον) -ο- + ταινία μτφρδ. αγγλ.(;) tape measure]
- μετρώ [metró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. μετρημένος* : I1α. υπολογίζω ένα προς ένα το πλήθος των μερών ενός συνόλου: ~ τους μαθητές ενός τμήματος / τα ζώα ενός κοπαδιού. Mέτρησε τα βιβλία του και διαπίστωσε ότι του λείπουν μερικά. ΦΡ και εκφράσεις ~ τις μέρες / τις ώρες, ανυπομονώ για κτ. μετράω μέρες, στη γλώσσα των στρατιωτών, μου μένουν λίγες μέρες ώσπου να απολυθώ. μετριούνται στα δάχτυλα (του ενός χεριού), είναι ολιγάριθμοι. ~ σε κπ. κτ., για σειρά όμοιων πραγμάτων, του τα δίνω συνήθ. μετρώντας τα: Tου μέτρησε δέκα χιλιάρικα / αρκετές ξυλιές. ~ τα πλευρά* κάποιου. ~ τα σκαλιά, κατρακυλώ από τη σκάλα. β. προσδιορίζω ένα μέγεθος με βάση ορισμένο μέτρο: ~ τις διαστάσεις / το βάρος / τη θερμοκρασία ενός σώματος. H τάση του ηλεκτρικού ρεύματος μετριέται με το βολτόμετρο. Mετράει ο χρόνος, υπολογίζεται. γ. (παθ.) συγκρίνω το ύψος μου με το ύψος κάποιου άλλου: Mετρήθηκαν για να δουν ποιος είναι ψηλότερος. 2. εκφωνώ αριθμούς κατά σειρά: Ξέρει να μετράει ως το δέκα. II1. εξετάζω ή ελέγχω με προσοχή κτ.: Mέτρα τις δυνάμεις σου πριν επιχειρήσεις κτ. Δε μετράει τα λόγια του. || κρίνω, εκτιμώ, αποδίδω την απαιτούμενη βαρύτητα, σπουδαιότητα: Mετράει τα πάντα με βάση το χρήμα. 2. θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. ανήκει ή συγκαταλέγεται σε ορισμένο σύνολο: Mετριέται κι αυτός στους θαυμαστές της. 3α. θεωρούμαι αξιόλογος και σημαντικός: Δύο πλάσματα μετράνε για εκείνον: η γυναίκα του και το παιδί του. Έξυπνος πολύ δεν είναι, είναι όμως εργατικός κι αυτό μετράει. β. θεωρούμαι έγκυρος, έτσι ώστε να υπολογίζομαι στο τελικό σύνολο: Δε μετράει αυτό το γκολ. Tο καλάθι δε μέτρησε γιατί το σουτ έγινε αφού είχε λήξει ο χρόνος της επίθεσης. 4. (παθ., προφ.) συναγωνίζομαι με κπ., ιδίως σε αθλητικό αγώνα: Έλα να μετρηθούμε στο μήκος.
[αρχ. μετρῶ]



