Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεμψιμοιρία η [mempsimiría] Ο25 : εκδήλωση δυσφορίας συνήθ. για ασήμαντη αφορμή· (πρβ. γκρίνια): Aνέχεται την κατάσταση / υπακούει χωρίς μεμψιμοιρίες.
[λόγ. < αρχ. μεμψιμοιρία]
- μεμψίμοιρος -η -ο [mempsímiros] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μεμψιμοιρίες: ~ άνθρωπος.
[λόγ. < αρχ. μεμψίμοιρος]
- μεμψιμοιρώ [mempsimiró] Ρ10.9α : εκδηλώνω δυσφορία συνήθ. για ασήμαντη αφορμή: Mεμψιμοιρεί συνεχώς· ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος.
[λόγ. < ελνστ. μεμψιμοιρῶ]