Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 70 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλωσσομαθής -ής -ές [γlosomaθís] Ε10 : που γνωρίζει καλά αρκετές ξένες γλώσσες.
[λόγ. γλωσσο- + -μαθής]
- εκμάθηση η [ekmáθisi] Ο33 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του εκμανθάνω· το να μαθαίνει κάποιος κτ. πολύ καλά, τέλεια· πλήρης, τέλεια μάθηση: Tαχεία / συστηματική ~. H ~ μιας ξένης γλώσσας / μιας τέχνης.
[λόγ. < ελνστ. ἐκμάθη(σις) `πλήρης γνώση΄ -ση κατά τη σημ. του εκμανθάνω]
- ελληνομάθεια η [elinomáθia] Ο27 : α.η γνώση της ελληνικής γλώσσας. β. (παρωχ.) η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας· (πρβ. αρχαιομάθεια, αρχαιογνωσία).
[λόγ. ελληνο- + -μάθεια]
- ελληνομαθής -ής -ές [elinomaθís] Ε10 : α.που γνωρίζει την ελληνική γλώσσα. β. (παρωχ.) που γνωρίζει την αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία· (πρβ. αρχαιομαθής).
[λόγ. ελληνο- + -μαθής]
- ευρυμάθεια η [evrimáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ευρυμαθούς, η ευρύτητα των γνώσεων· (πρβ. πολυμάθεια): Είναι άνθρωπος με μεγάλη ~ αλλά και με μεγάλο βάθος γνώσεων.
[λόγ. ευρυμαθ(ής) -εια κατά το πολυμάθεια]
- ευρυμαθής -ής -ές [evrimaθís] Ε10 : (λόγ.) που έχει πολλές γνώσεις σε πολλούς τομείς, που έχει ευρύτητα γνώσεων· (πρβ. πολυμαθής).
[λόγ. ευρυ- + -μαθής κατά το πολυμαθής]
- ημιμάθεια η [imimáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ημιμαθούς· η ανεπάρκεια των γνώσεων που έχει κάποιος, κυρίως στον τομέα που διατείνεται ότι κατέχει: H ~ είναι χειρότερη από την αμάθεια.
[λόγ. ημιμαθ(ής) -εια κατά το πολυμάθεια]
- ημιμαθής -ής -ές [imimaθís] Ε10 : που οι γνώσεις του είναι ατελείς, ανεπαρκείς και συγκεχυμένες, κυρίως στον τομέα που διατείνεται ότι κατέχει.
[λόγ. < ελνστ. ἡμιμαθής `που δεν έχει συμπληρώσει τη μαθητεία του΄ σημδ. γαλλ. demi-savant]
- ιταλομαθής -ής -ές [italomaθís] Ε10 : που ξέρει ιταλικά, που είναι γνώστης της ιταλικής γλώσσας. || (ως ουσ.): Προσέλαβαν έναν ιταλομαθή.
[λόγ. ιταλο- + -μαθής]
- κακομαθαίνω [kakomaθéno] Ρ αόρ. κακόμαθα και κακοέμαθα, απαρέμφ. κακομάθει, μππ. κακομαθημένος : 1α. αποκτώ κακές συνήθειες, συνήθ. γίνομαι απαιτητικός και αδιαφορώ για τις υποχρεώσεις μου: Kακόμαθε από μικρός και θέλει να τα βρίσκει όλα έτοιμα. Kακόμαθε να κοιμάται έως αργά και τώρα δεν μπορεί να ξυπνήσει νωρίς. || Mας κακόμαθες με τα ωραία φαγητά που μας φτιάχνεις, μας καλόμαθες. || γίνομαι αιτία να κακομάθει κάποιος: Mην του κάνεις όλα τα χατίρια, γιατί θα τον κακομάθεις. β. (μππ.) που δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί σωστά, που είναι ανάγωγος. ANT καλομαθημένος: Kακομαθημένο παιδί. Kακομαθημένος λαός. 2. (προφ.) δε μαθαίνω καλά κτ.: Tην κακόμαθε την ιστορία και δεν έγραψε καλά στο διαγώνισμα.
[κακο- + μαθαίνω]



