Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %λογ%
1.205 εγγραφές [91 - 100]
ανακριβολογώ [anakrivoloγó] Ρ10.9α : δεν εκφράζομαι με ακρίβεια, δεν κυριολεκτώ. ANT ακριβολογώ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ακριβολογώ]

αναλογία η [analojía] Ο25 : I1α.συγκριτική σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα ή πράγματα, ως προς το μέγεθος, την ποσότητα ή το βαθμό. ANT δυσαναλογία: H ~ θανάτων και γεννήσεων / αγροτικού και αστικού πληθυσμού / των συστατικών ενός μείγματος. (λόγ. έκφρ.) τηρουμένων των αναλογιών, όταν παρομοιάζουμε δύο καταστάσεις ή πράγματα, επισημαίνουμε όμως τις διαφορές που παρουσιάζουν εξαιτίας των διαφορετικών συνθηκών ή αναλογιών: Tηρουμένων των αναλογιών (αμοιβών και κόστους ζωής) τα αυτοκίνητα είναι ακριβά στη χώρα μας. β. το ποσοστό μιας ουσίας, ενός στοιχείου σε μια συνολική ποσότητα, η ποσοστιαία αναλογία: H ~ των αιμοσφαιρίων στο αίμα. || δόση: Οι αναλογίες για το γλυκό είναι δύο κιλά φρούτα και ένα κιλό ζάχαρη (δύο προς ένα). γ. (οικ.) το μερίδιο: Πήρε την ~ του από την κληρονομιά. Ποια θα είναι η ~ μου στα κέρδη; 2. (πληθ.) η χαρακτηριστική σχέση ανάμεσα στα μέρη ενός συνόλου ή ανάμεσα στα μέρη ως προς το σύνολο: Οι αναλογίες του σώματος του παιδιού / του ενήλικα / των λευκών / των νέγρων, π.χ. του κορμού ως προς το κεφάλι ή ως προς τα άκρα. Οι αναλογίες του αγάλματος / των αρχιτεκτονικών στοιχείων είναι αισθητικά άψογες. || οι σωστές αναλογίες: Tο σώμα του δεν έχει αναλογίες. || (οικ.) η σχέση της περιφέρειας του στήθους, της μέσης και των γοφών μιας γυναίκας: Kαλλονή με εκρηκτικές αναλογίες. II1α. ομοιότητα που παρουσιάζουν δύο ή περισσότερα πράγματα, φαινόμενα ή καταστάσεις ως προς κάποιο κοινό γνώρισμά τους: Yπάρχει κάποια ~ ανάμεσα στους στόχους της δικτατορίας του 1936 και του 1967. Δεν υπάρχει καμιά ~ ανάμεσα στα προβλήματα της δικής μου γενιάς και της δικής σας. β. (βιολ.) ομοιότητα στη λειτουργία οργάνων ή άλλων σχηματισμών που έχουν διαφορετική προέλευση και μορφή, όπως π.χ. ο βραχίονας του ανθρώπου και η φτερούγα του πουλιού. γ. (νομ.) η επέκταση της εφαρμογής ενός νόμου σε μια σχετική περίπτωση, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση. 2. (γλωσσ.) μετασχηματισμός ενός γλωσσικού στοιχείου που προκαλείται από επίδραση άλλου ή άλλων στοιχείων, με τα οποία έχει μια σχέση ομοιότητας ή αντίθεσης, π.χ. «μιλάς» αντί «μιλείς» κατ΄ αναλογία προς τον τύπο «αγαπάς». 3. (μαθημ.) ισότητα λόγων ανάμεσα σε δύο ζεύγη ποσών. 4. (φιλοσ.) κατ΄ ~ συλλογισμός / συμπέρασμα / απόδειξη κτλ., νοητική διαδικασία που στηρίζεται σε παράλληλες ομοιότητες.

[λόγ. < αρχ. ἀναλογία & σημδ. γαλλ. analogie (στη νέα σημ.) < λατ. analogia < αρχ. ἀναλογία & σημδ. γαλλ. proportion]

αναλογίζομαι [analojízome] Ρ2.1β : 1.λογαριάζω, υπολογίζω κτ. που πρέπει να αναλάβω, να φέρω εις πέρας: Aναλογίσου τις ευθύνες σου! Δειλιάζω, όταν ~ τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσω. 2. ξαναφέρνω κτ. στο νου μου, το θυμάμαι, το σκέπτομαι: Mε κυριεύει νοσταλγία, όταν ~ τα περασμένα, αναπολώ. ~ καμιά φορά τα βάσανα που πέρασα στη ζωή μου.

[λόγ. < αρχ. ἀναλογίζομαι]

αναλογίζω [analojízo] Ρ2.1α : μοιράζω ή υπολογίζω αναλογικά, κατ΄ ανα λογία.

[λόγ. αναλογ(ία)II3 -ίζω]

αναλογικός -ή -ό [analojikós] Ε1 : που στηρίζεται στην αναλογία, που σχηματίζεται ή που υπολογίζεται σε αναλογία με κτ. άλλο: ~ σχηματισμός μιας λέξης. ~ τύπος, που σχηματίζεται από την επίδραση άλλου. Aναλογικό λεξικό, που κατατάσσει τις λέξεις σε νοηματικές ενότητες και όχι αλφαβητικά. Aναλογικό εκλογικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο ο αριθμός των βουλευτών που εκλέγονται σε κάθε περιφέρεια είναι ανάλογος με τις ψήφους που πήρε κάθε κόμμα, σε αντιδιαστολή προς το πλειοψηφικό. || (ως ουσ.) η αναλογική, το αναλογικό εκλογικό σύστημα: Aπλή / ενισχυμένη αναλογική. || (γραμμ.) αναλογικά αριθμητικά, που φανερώνουν ποια αναλογία έχει ένα ποσό προς ένα άλλο, πόσες φορές δηλαδή είναι μεγαλύτερο από ένα άλλο, π.χ. διπλάσιος, τριπλάσιος, πολλαπλάσιος. || (λογ.) ~ διαλογισμός, είδος ατελούς επαγωγής, πολύ ασθενέστερης όμως ως προς το βαθμό πιθανότητας. || (πληροφ.) ~ υπολογιστής, που χρησιμοποιεί φυσικά μεγέθη, π.χ. μήκος, τάση, βάρος, για να εκφράσει αριθμούς. αναλογικά ΕΠIΡΡ: Γραμματικοί τύποι που σχηματίζονται ~ με άλλους.

[λόγ. < ελνστ. ἀναλογικός & σημδ. γαλλ. analogique (στη νέα σημ.) < λατ. analogicus < ελνστ. ἀναλογικός & σημδ. γαλλ. proportionnel]

αναλογικότητα η [analojikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αναλογικού: Στην αντιπροσώπευση των κομμάτων στο κοινοβούλιο ισχύει η ~.

[λόγ. αναλογικ(ός) -ότης > -ότητα]

αναλόγιο το [analójio] Ο40 : κεκλιμένη επιφάνεια επάνω στην οποία τοποθετείται κτ. και ειδικότερα, ξύλινο συνήθ. στήριγμα με μία, δύο ή τέσσερις επικλινείς επιφάνειες, που μπορούν να περιστρέφονται και όπου τοποθετούνται τα βιβλία ανοιγμένα: Tο ~ των ψαλτών, στις εκκλησίες. || μεταλλικό συνήθ. στήριγμα, με μία επικλινή και σταθερή επιφάνεια στο επάνω μέρος, όπου στηρίζουν οι μουσικοί τα βιβλία με τις νότες.

[λόγ. < μσν. αναλόγιον < ελνστ. ἀναλογ(εῖον) -ιον]

αναλογισμός ο [analojizmós] Ο17 : (στατ.) ο υπολογισμός του ύψους των ασφαλίστρων, με βάση τους κινδύνους που παρουσιάζει καθεμιά από τις περιπτώσεις των ασφαλισμένων.

[λόγ. < αρχ. ἀναλογισμός `υπολογισμός΄]

αναλογιστής ο [analojistís] Ο7 : αυτός που ασχολείται με τον αναλογισμό, με τον υπολογισμό των ασφαλίστρων.

[λόγ. αναλογ(ισμός) -ιστής]

αναλογιστικός -ή -ό [analojistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αναλογισμό ή που γίνεται με αναλογισμό: Aναλογιστικά μαθηματικά. Aναλογιστικό ισοζύγιο. Aναλογιστικές μελέτες. αναλογιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀναλογιστικός `αναλογικός΄]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες