Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %λιπ%
61 εγγραφές [41 - 50]
λίπος το [lípos] Ο46 : 1. οργανική ουσία σε στερεά συνήθ. μορφή, που βρίσκεται στο σώμα του ανθρώπου και των ζώων· πάχος: Kεκορεσμένα / ακόρεστα λίπη. Ο οργανισμός καλύπτει με το ~ τις ανάγκες του για θερμαντική ενέργεια. Tο κρέας δεν τρώγεται, είναι γεμάτο ~. 2. κάθε ουσία που έχει ανάλογη σύσταση: Φυτικά / ορυκτά / μαγειρικά λίπη.

[λόγ.: 1: αρχ. λίπος· 2: σημδ. γαλλ. graisse & αγγλ. fat]

λιπόσαρκος -η -ο [lipósarkos] Ε5 : που του λείπει κρέας, αδύνατος· ισχνός: Λιπόσαρκο σώμα / πρόσωπο.

[λόγ. < αρχ. λιπόσαρκος]

λιποσυλλέκτης ο [liposiléktis] Ο10 : συσκευή ή εξάρτημα που συλλέγει, που συγκρατεί το λίπος.

[λόγ. λιπο- 2 + συλλέκτης]

λιποτάκτης ο [lipotáktis] Ο10 : 1. στρατιωτικός που εγκαταλείπει χωρίς άδεια τις τάξεις του στρατού: Tον κήρυξαν λιποτάκτη και τον ψάχνει η στρατιωτική αστυνομία. 2. (μτφ.) αυτός που εγκαταλείπει τους συναγωνιστές του, τις κοινές προσπάθειες, τους κοινούς αγώνες.

[λόγ. < ελνστ. λιποτάκτης]

λιποτακτώ [lipotaktó] Ρ10.9α : 1. (στρατ.) εγκαταλείπω χωρίς άδεια τις τάξεις του στρατού: Όποιος λιποτακτεί σε καιρό πολέμου, θεωρείται ένοχος εσχάτης προδοσίας. 2. (μτφ.) εγκαταλείπω τους συναγωνιστές μου, τις κοινές προσπάθειες ή τους κοινούς αγώνες.

[λόγ. < ελνστ. λιποτακτῶ]

λιποταξία η [lipotaksía] Ο25 : 1. (στρατ.) η αυθαίρετη και χωρίς άδεια εγκατάλειψη των τάξεων του στρατού: Kατηγορήθηκε / καταδικάστηκε για ~. 2. (μτφ.) η εγκατάλειψη των συναγωνιστών, των κοινών προσπαθειών και αγώνων.

[λόγ. < αρχ. λιποταξία]

λιποψυχία η [lipopsixía] Ο25 : έλλειψη, απώλεια του θάρρους, δείλιασμα σε δύσκολες στιγμές ή καταστάσεις· λιγοψυχία.

[λόγ. < αρχ. λιποψυχία `λιποθυμία΄]

λιπόψυχος -η -ο [lipópsixos] Ε5 : που του λείπει, που χάνει το θάρρος, το κουράγιο, που δειλιάζει μπροστά σε δυσκολίες· λιγόψυχος.

[λόγ. λιποψυχ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]

λιποψυχώ [lipopsixó] Ρ10.11α : μου λείπει, χάνω το θάρρος, το κουράγιο, δειλιάζω σε δύσκολες καταστάσεις· λιγοψυχώ.

[λόγ. < αρχ. λιποψυχῶ]

λιπώδης -ης -ες [lipóδis] Ε11 : 1. που έχει πολύ λίπος, λιπαρός: ~ ιστός. Λιπώδες στρώμα. 2. που είναι όμοιος με το λίπος, που έχει τις ιδιότητές του: Λιπώδεις ουσίες.

[λόγ. < ελνστ. λιπώδης]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες