Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
61 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιπο- 1 [lipo] & λιπό- [lipó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λιπ- 1 [lip], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : ρηματικό α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις. 1. (σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την έλλειψη, απουσία αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~βαρής, λιπόσαρκος, λιπόψυχος· ~θυμία, ~ψυχία. 2. χαρακτηρίζει το πρόσωπο που εγκαταλείπει αυτό που συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~ναύτης, ~τάκτης. || λιπένορκος, ένορκος που αδικαιολόγητα δεν εμφανίζεται στο δικαστήριο.
[λόγ. < αρχ. λιπ- (συνοπτ. θ. του ρ. λείπω) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. λιπό-ξυλος `που δεν έχει ξύλα΄, λιπο-θυμῶ, ελνστ. λιπο-τάκτης]
- λιπο- 2 & λιπό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λιπ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις με αναφορά στο λίπος, σε λιπαρές ουσίες: ~κιβώτιο, ~συλλέκτης. || (βιοχημ.) ~βλάστη, ~κύτταρο, ~λυσία, λιπόφοβος· (ιατρ.) ~σωμάτωση, λιπουρία.
[λόγ. < διεθ. lip(o)- < αρχ. ουσ. λίπο(ς) ως α' συνθ.: λίπ-ωμα < νλατ. lipoma ( [-pó-] ), λιπ-ουρία < γαλλ. lipurie]
- λιποβαρής -ής -ές [lipovarís] Ε10 : που του λείπει κτ. από το κανονικό του βάρος, λειψός· λιπόβαρος: Λιποβαρή σταθμά.
[λόγ. λιπο- 1 + βάρ(ος) -ής]
- λιπόβαρος -η -ο [lipóvaros] Ε5 : που του λείπει κτ. από το κανονικό του βάρος, λειψός· λιποβαρής: H αγορανομία βρήκε τα ψωμιά του λιπόβαρα και τον τιμώρησε με πρόστιμο.
[λόγ. λιποβαρ(ής) μεταπλ. -ος]
- λιποθυμία η [lipoθimía] Ο25 : ξαφνική και προσωρινή απώλεια των αισθήσεων, που οφείλεται σε κυκλοφοριακή διαταραχή του εγκεφάλου, λιγοθυμία: Tου ήρθε ~ ενώ οδηγούσε. Έχω τάσεις λιποθυμίας.
[λόγ. < αρχ. λιποθυμία]
- λιποθυμιά η [lipoθimná] Ο24 : (προφ.) η λιποθυμία.
[λόγ. < αρχ. λιποθυμία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- λιποθυμικός -ή -ό [lipoθimikós] Ε1 : που αναφέρεται στη λιποθυμία: Λιποθυμικές κρίσεις / τάσεις.
[λόγ. < αρχ. λιποθυμικός]
- λιπόθυμος -η -ο [lipóθimos] Ε5 : που έχει χάσει προσωρινά τις αισθήσεις του, που λιποθύμησε: Έπεσε ~ από τις αναθυμιάσεις.
[λόγ. λιποθυμ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- λιποθυμώ [lipoθimó] & -άω Ρ10.1α μππ. λιποθυμισμένος : χάνω αιφνίδια και προσωρινά τις αισθήσεις μου, την επαφή μου με το γύρω κόσμο, λιγοθυμώ: ~ από την πείνα / από το ξύλο / από τη συγκίνηση / από τη χαρά μου. Δεν άντεξε στον πόνο και λιποθύμησε. Λιποθύμησα απ΄ τα γέλια, ως υπερβολή.
[λόγ. < αρχ. λιποθυμῶ]
- λιπομαρτυρία η [lipomartiría] Ο25 : η αδικαιολόγητη απουσία μάρτυρα από δίκη: Kαταδικάστηκε σε πρόστιμο για ~.
[λόγ. λιπο- 1 + μαρτυρία με βάση το ελνστ. λιπομαρτυρίου δίκη `δίκη για μη παρουσία μάρτυρα΄]