Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακαλίγωτος -η -ο [akalíγotos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον έχουν καλιγώσει, που δεν είναι καλιγωμένος· απετάλωτος: Άλογο / μουλάρι ακαλίγωτο. ΦΡ δεν αφήνει ούτε ψύλλο ακαλίγωτο, για άνθρωπο που καταφέρνει και τις πιο δύσκολες δουλειές ή που μπορεί να αντιμετωπίσει και τις πιο δύσκολες καταστάσεις με επιτυχία.
[α- 1 καλιγώ(νω) -τος]
- αναλίγωμα το [analíγoma] Ο49 : η ενέργεια του αναλιγώνω. 1. (λαϊκότρ.) το λιώσιμο μιας λιπαρής συνήθ. ουσίας. 2. (οικ.) παροδική σωματική εξάντληση.
[αναλιγώ(νω) -μα]
- αναλιγώνω [analiγóno] -ομαι Ρ1 : 1.(λαϊκότρ.) (συνήθ. για λιπαρή ουσία) κάνω κτ. ρευστό, το λιώνω: ~ το βούτυρο. Tο παγωτό είναι αναλιγωμένο. || για κτ. που γίνεται ρευστό, που λιώνει: Zεστάθηκε η σοκολάτα και αναλίγωσε. (έκφρ.) αναλίγωσε το αίμα μας, ζεσταθήκαμε, δεν είμαστε πια παγωμένοι από το κρύο. 2. (οικ.) αισθάνομαι προσωρινή εξάντληση των σωματικών μου δυνάμεων.
[μσν. αναλιγώνω < ανα- λιγώνω]
- καλίγωμα το [kalíγoma] Ο49 : η ενέργεια του καλιγώνω· πετάλωμα.
[μσν. καλ(λ)ίγωμα < καλ(λ)ιγώ(νω) -μα]
- καλιγώνω [kaliγóno] -ομαι Ρ1 : πεταλώνω. ΦΡ καλιγώνει (τον) ψύλλο*.
[μσν. καλ(λ)ιγώνω < καλλίγ(α) `παπούτσι΄ < λατ. callig(a) -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]
- λίγωμα το [líγoma] Ο49 : λιγούρα, λιγωμάρα.
[μσν. λίγωμα < λιγώ(νω) -μα]
- λιγωμάρα η [liγomára] Ο25α : λιγούρα, λίγωμα.
[μσν. λιγωμάρα < λίγωμ(α) -άρα]
- λιγώνω [liγóno] -ομαι Ρ1 : 1. προκαλώ ή αισθάνομαι τάση για εμετό, αναγούλα: Mε λίγωσε αυτό το γλυκό. Έφαγα τρεις πάστες και λιγώθηκα. 2. (παθ.) αισθάνομαι τάση για ζάλη, λιποθυμία: Λιγώθηκα στην πείνα, πείνασα πολύ, ξελιγώθηκα. Λιγώθηκε στα γέλια, ξεκαρδίστηκε. Tον κοίταζε με λιγωμένα μάτια, καταγοητευμένη, εκστασιασμένη.
[ελνστ. ὀλιγ(ῶ) `λιγοστεύω, στενοχωριέμαι΄ -ώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ξελίγωμα το [kselíγoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξελιγώνω.
[ξελιγώ(νω) -μα]
- ξελιγωμένος -η -ο [kseliγoménos] Ε3 μππ. του ξελιγώνω : α.πολύ πεινασμένος: Γύρισε ~ από τη δουλειά. β. (μτφ.) για κπ. που λαχταρά υπερβολικά κτ. το οποίο στερείται: Είναι ~ για γυναίκες.
ξελιγωμένα ΕΠIΡΡ: Tην κοίταζε ~. [μππ. του ξελιγώνω]



