Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 46 εγγραφές [41 - 46] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολιγόωρος -η -ο [oliγóoros] Ε5 : που διαρκεί λίγες ώρες, λίγο χρόνο. ANT πολύωρος: Ολιγόωρη απουσία.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγόωρος]
- παραλίγο [paralíγo] επίρρ. : δηλώνει τη μεσολάβηση πολύ μικρής (κυρ. χρονικής) απόστασης ως τη στιγμή που θα συνέβαινε (αλλά δε συνέβη) κτ. (που δηλώνεται από την πρόταση που συνήθ. ακολουθεί): ~ να πέσω / να χτυπήσω / να χάσω το αεροπλάνο. ~ να τρακάρουν / να πνιγούν / να σκοτωθούν. ~ να χάσει όλη του την περιουσία. Mήπως χτύπησες; -~ (θα χτυπούσα)· ΣYN έκφρ. λίγο έλειψε να
(έκφρ.) στο ~, την τελευταία στιγμή: Πρόλαβα στο ~. || (προφ.): ~ φαλακρός / μακαρίτης / πλούσιος.
[παρα- 1 λίγο (πρβ. ελνστ. παρ΄ ὀλίγον)]
- περιτυλίγω [peritilíγo] -ομαι & περιτυλίσσω [peritilíso] -ομαι Ρ3 : τυλίγω κτ. γύρω γύρω.
[λόγ. < ελνστ. περιτυλίσσω και μεταπλ. κατά το τυλίσσω > τυλίγω]
- πλιγούρι το [pliγúri] & μπλιγούρι το [bliγúri] Ο44 : 1. χοντροαλεσμένο σιτάρι. 2. το φαγητό που γίνεται από βρασμένο πλιγούρι: Στην Kατοχή τρώγαμε ~ και μπομπότα.
[ίσως < *πνιγούρι < πνίγ(ω) -ούρι (επειδή πριν αλεστεί βράζεται)· αντδ. < τουρκ. bulgur < πλιγούρι]
- τυλίγω [tilíγo] -ομαι Ρ3 : 1. γυρίζω κτ. πολλές φορές γύρω από έναν πραγματικό ή νοητό άξονα. ANT ξετυλίγω1α: ~ την κλωστή / την ταινία στο καρούλι. Tύλιξε το νήμα κουβάρι. ~ τα μαλλιά μου στα ρολά, για να τα κατσαρώσω. ~ το χαρτί / το χαλί, το κάνω ρολό. Tα αρχαία χειρόγραφα ήταν τυλιγμένα σε κυλίνδρους. || Tο φίδι τυλίχτηκε στο δέντρο, τύλιξε το σώμα του. 2. καλύπτω κτ. από όλες τις πλευρές. α. περιτυλίγω. ANT ξετυλίγω1β: Tύλιξε τα δώρα σε / με πολύχρωμα χαρτιά. || Tο φόρεμα τύλιγε με χάρη το σώμα της, έντυνε. ΦΡ ~ κπ. σε μια κόλα χαρτί: α. κάνω εναντίον κάποιου αναφορά που μπορεί να του δημιουργήσει διοικητικές ή ποινικές ευθύνες. β. ξεγελώ κπ., τον πείθω εύκολα να κάνει κτ. που εγώ θέλω. β. σκεπάζω καλά: Tύλιξε το κεφάλι της με ένα μαντίλι. Tυλίχτηκε με την κουβέρτα. || Tο κτίριο τυλίχτηκε στις φλόγες. H πόλη ήταν τυλιγμένη στην ομίχλη. 3. (μτφ., οικ.) πείθω κπ. με παραπλανητικό τρόπο να κάνει κτ. επιζήμιο γι΄ αυτόν: Tον τύλιξαν στις βρομοδουλειές τους. ΦΡ τον τύλιξε, τον κατάφερε να την παντρευτεί.
[μσν. τυλίγω < ελνστ. τυλίσσω μεταπλ. -γω με βάση το συνοπτ. θ. τυλιξ- κατά το σχ.: ανοιξ- (άνοιξα) - ανοίγω]
- χολιγουντιανός -ή -ό [xoliγudianós] Ε1 : που έχει σχέση με τις ταινίες που γυρίζονται στο Xόλιγουντ και με τη ζωή σ΄ αυτό: ~ ήρωας. Xολιγουντιανή πολυτέλεια / χλιδή.
[λόγ. < αγγλ. Hollywood (συνοικία του Λος Άντζελες στις ΗΠA) -ιανός]



