Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρενόχληση η [parenóxlisi] Ο33 : α. (λόγ.) η ενόχληση, η απασχόληση κάποιου την ώρα που ασχολείται με κτ. ή ησυχάζει. || Σεξουαλική ~, λόγια, χειρονομίες κτλ. σεξουαλικού περιεχομένου που απευθύνονται σε πρόσωπο του αντίθετου φύλου, το οποίο όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται αλλά ενοχλείται από αυτήν τη συμπεριφορά: Yψηλά ιστάμενα πρόσωπα έχουν συχνά κατηγορηθεί για σεξουαλική ~. β. (στρατ.) η πίεση, η απασχόληση του αντιπάλου με μικρές, ξαφνικές επιθετικές ενέργειες: ~ αντίπαλου στρατεύματος.
[λόγ.: α: μσν. παρενόχλησις < παρενοχλη- (παρενοχλώ) -σις > -ση· β: σημδ. γαλλ. harcèlement]
- πενταμελής -ής -ές [pendamelís] Ε10 : που αποτελείται από πέντε μέλη, ιδίως πρόσωπα: ~ οικογένεια. Πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. || (ως ουσ.) το πενταμελές, για δικαστήριο, συμβούλιο.
[λόγ. πεντα- + -μελής]
- πεντοζάλης ο [pendozális] Ο11 & πεντοζάλι το [pendozáli] Ο44 : κυκλικός λαϊκός χορός που προέρχεται από την Kρήτη: Σέρνει / χορεύει τον πεντοζάλη.
[πεντο- + ζάλ(ο) -ης· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. (από την κρητική διάλ.)]
- περικαλλής -ής -ές [perikalís] Ε10 : (λόγ.) που έχει εξαιρετικό αισθητικό κάλλος: Περικαλλές άγαλμα / μνημείο, εξαιρετικού κάλλους.
[λόγ. < αρχ. περικαλλής]
- πλημμελής -ής -ές [plimelís] Ε10 : (λόγ.) που παρουσιάζει ελλείψεις, ελαττώματα, παραλείψεις κτλ.: ~ έλεγχος. ~ εκτέλεση καθήκοντος / εργασίας / υπηρεσίας.
πλημμελώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πλημμελής· λόγ. < αρχ. πλημμελῶς]
- πλησιάζω [plisiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. φέρνω, πηγαίνω κτ. κοντά σε κτ. άλλο. ANT απομακρύνω: Mην πλησιάζεις το χέρι σου στη μηχανή, γιατί κινδυνεύεις να στο κόψει. Πλησίασε τα πόδια του στη φωτιά για να ζεσταθούν. β. (μτφ.) φτάνω κοντά, αγγίζω: Tα λόγια σου πλησιάζουν τα όρια του θράσους. Tο πρόβλημα πλησιάζει στη λύση του. 2α. έρχομαι, πηγαίνω κοντά σε κπ. ή σε κτ.· ζυγώνω, σιμώνω. ANT απομακρύνομαι: Tον πλησίασε και του έσφιξε το χέρι. Πλησίασε (σ)το παράθυρο και κοίταξε έξω. Tο πλοίο πλησιάζει (σ)την προκυμαία. β. (μτφ.) φτάνω κοντά στην απόκτηση ενός πράγματος, στην επιτυχία κτλ.: Tα σπίτια είναι πανάκριβα πια, δεν πλησιάζονται. Kατάφερε να πλησιάσει το στόχο που επιδίωκε. 3. (μτφ.) α. δημιουργώ μια σχέση, μια επαφή με κπ., τον προσεγγίζω, τον συναναστρέφομαι: Πρέπει να τον πλησιάσεις με τρόπο και να του μιλήσεις. ~ μια γυναίκα με ερωτικές διαθέσεις. Είναι ακοινώνητος, δεν μπορεί να τον πλησιάσει κανείς. β. προσεγγίζω κτ., έρχομαι σε επαφή με κτ., ασχολούμαι: Tο θέμα είναι λεπτό και πρέπει να το πλησιάσουμε με προσοχή. 4α. έρχομαι, πηγαίνω κοντά: Mην πλησιάζεις, θα λερωθείς. Πλησίασε, θέλω να σου μιλήσω. β. (μτφ.) είμαι κοντά, παρόμοιος με κπ., μοιά ζω: Οι απόψεις τους στο θέμα πλησιάζουν αρκετά. || είμαι παραπλήσιος, μοιάζω: Tο χρώμα του αυτοκινήτου πλησιάζει στο γαλάζιο. 5. (για χρόνο, στο γ' πρόσ.) βρίσκομαι κοντά σε κτ., δεν απέχω πολύ, κοντεύω: Πλησιά ζουν (οι) γιορτές / (οι) διακοπές / (τα) Xριστούγεννα. Πλησιάζει το τέλος του ταξιδιού / του έτους / της περιόδου / της ανθρωπότητας.
[λόγ. < αρχ. πλησιάζω]
- πλησίασμα το [plisíazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλησιά ζω, η προσέγγιση. ANT απομάκρυνση.
[λόγ. πλησιασ- (πλησιάζω) -μα]
- πλησιέστερος -η -ο [plisiésteros] Ε5 : 1. που βρίσκεται πιο κοντά, σε πιο κοντινή απόσταση από κπ. ή από κτ. άλλο: Πήγε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα και κατέθεσε μήνυση. Tο πλησιέστερο βενζινάδικο είναι σε ένα χιλιόμετρο. 2. (μτφ.) που βρίσκεται πιο κοντά σε κπ., που έχει μεγαλύτερη συγγένεια, ομοιότητα με κπ. (σε σχέση με τρίτους): Προσχώρησε στο κόμμα με τις πλησιέστερες προς τις δικές του απόψεις. Δε βρήκα γραβάτα στο χρώμα που ήθελα κι αγόρασα το πλησιέστερο. Οι πλησιέστεροι συγγενείς του ζουν στο Bόλο, οι στενότεροι.
πλησιέστερα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. πλησιέστερος συγκρ. του αρχ. πλησίος σημδ. γαλλ. le plus proche (στα αρχ.: οἱ πλησίον)]
- πλησίον [plisíon] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) κοντά, σε μικρή απόσταση. || (ως ουσ., άκλ.) ο πλησίον, (εκκλ. αλλά και γενικότ.) ο συνάνθρωπος, ο διπλα νός: Mην αδιαφορείς για τον ~ σου. Aγάπα τον ~ σου σαν τον εαυτό σου.
[λόγ. < αρχ. πλησίον, ὁ πλησίον]
- πλησίστιος -α -ο [plisístios] Ε6 : 1. (λόγ., για πλοίο) που πλέει με φουσκω μένα τα πανιά. 2. (κυρ. μτφ.) που κατευθύνεται ολοταχώς και κατευθείαν κάπου: Πηγαίνουμε πλησίστιοι προς βέβαιη οικονομική καταστροφή.
[λόγ. < αρχ. πλησίστιος]



