Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλαιοβιβλιοπώλης ο [paleovivliopólis] Ο10 θηλ. παλαιοβιβλιοπώλισσα [paleovivliopólisa] Ο27 : ο έμπορος παλαιών ή μεταχειρισμένων βιβλίων.
[λόγ. παλαιοβιβλιο(πωλείον) -πώλης· λόγ. παλαιοβιβλιοπώλ(ης) -ισσα]
- παλαιοπώλης ο [paleopólis] Ο10 θηλ. παλαιοπώλισσα [peleopólisa] Ο27 : έμπορος παλαιών, μεταχειρισμένων ή όχι, αντικειμένων (σκευών, επίπλων, έργων τέχνης κτλ.)· (πρβ. παλιατζής).
[λόγ. παλαιο- + -πώλης μτφρδ. γερμ Althändler· λόγ. παλαιοπώλ(ης) -ισσα]
- παντελής -ής -ές [pandelís] Ε10 : ολοκληρωτικός, ολοσχερής: ~ έλλειψη. ~ καταστροφή. ~ άγνοια.
παντελώς ΕΠIΡΡ από κάθε άποψη, ολοσχερώς· συνήθ. δηλώνει ότι ισχύει σε απόλυτο, ανώτατο βαθμό η αρνητι κή σημασία της λέξης που προσδιορίζει· τελείως, εντελώς: Είναι ~ ανίκα νος να εργαστεί. Είναι ~ ανίκανος προς εργασία. Είναι ~ αναξιόπιστος / διεφθαρμένος. Kαταστράφηκε ~, ολοσχερώς. [λόγ. < αρχ. παντελής, παντελῶς]
- παντοπώλης ο [pandopólis] Ο10 θηλ. παντοπώλισσα [pandopólisa] Ο27 : έμπορος, καταστηματάρχης που πουλά κάθε είδους τρόφιμα (εκτός από νωπά κρέατα, ψάρια, κηπευτικά και φρούτα) και διάφορα είδη καθημερινής οικιακής χρήσης· μπακάλης.
[λόγ. < ελνστ. παντοπώλης· λόγ. παντοπώλ(ης) -ισσα]
- παραεκκλησιαστικός -ή -ό [paraeklisiastikós] Ε1 : που έχει σχέση με εκκλησιαστικές δραστηριότητες εκτός των διαδικασιών της επίσημης εκκλησίας: Παραεκκλησιαστικές οργανώσεις. Παραεκκλησιαστικοί κύκλοι.
[λόγ. παρα- 1 εκκλησιαστικός]
- παράκληση η [paráklisi] Ο33 : α. ενέργεια με την οποία κάποιος ζητάει ευγενικά, ικετευτικά από κπ. να κάνει κτ. (μια χάρη, εξυπηρέτηση κτλ.), να συμμετάσχει σε κτ. κτλ.: Διατυπώνω / εκφράζω μια ~. Θερμή ~. Kάμφθηκε μόνο ύστερα από πολλές παρακλήσεις. β. (εκκλ.) ακολουθία μικρής διάρκειας, που περιέχει κυρίως δέηση, ικεσία προς το Θεό, την Παναγία ή προς αγίους: Kάνω ~. Στην εκκλησία διαβάζονται παρακλήσεις.
[α: αρχ. παράκλη(σις) -ση· β: μσν. σημ.]
- παραλής ο [paralís] Ο8 θηλ. παραλού [paralú] Ο37 : (οικ.) αυτός που έχει πολλά λεφτά, ο πλούσιος, ο λεφτάς: Παραλήδες και φτωχαδάκια.
[τουρκ. paralι -ς· παραλ(ής) -ού]
- παραμέληση η [paramélisi] Ο33 : έλλειψη φροντίδας, ενδιαφέροντος για κτ. ή για κπ.: ~ καθήκοντος / του σώματος / του σπιτιού.
[λόγ. παραμελη- (παραμελώ) -σις > -ση]
- παραπλήσιος -α -ο [paraplísios] Ε6 : που βρίσκεται κοντά, σε (πολύ) μικρή απόσταση σε σχέση με κτ. άλλο και κυρίως που έχει μικρή διαφορά ή αρκετή ομοιότητα προς κτ. άλλο, παρόμοιος, παρεμφερής: Οι απόψεις τους είναι παραπλήσιες. Tα χρώματα δεν είναι ακριβώς ίδια, είναι όμως παραπλήσια.
παραπλήσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. παραπλήσιος]
- παρεκκλήσι το [pareklísi] Ο44 & παρεκκλήσιο το [pareklísio] Ο40 : μικρή εκκλησία που ανήκει σε κάποιο ίδρυμα, σε κπ. ιδιώτη ή που εξαρτιέται από άλλη μεγαλύτερη: H λειτουργία έγινε στο ~ του νοσοκομείου / των φυλακών / της Mητρόπολης.
[μσν. παρεκκλήσιον με αποφυγή της χασμ. < παρ(α)- 1 εκκλησί(α) -ον· λόγ. < μσν. παρεκκλήσιον]



