Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 287 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουστακαλής ο [mustakalís] Ο8 : (οικ.) αυτός που έχει πολύ μεγάλο μουστάκι.
[μουστάκ(ι) -αλής]
- μπακάλης ο [bakális] Ο11 θηλ. μπακάλισσα [bakálisa] Ο27α : επαγγελματίας που πουλάει λιανικώς είδη καθημερινής χρήσης και ιδίως τρόφιμα· παντοπώλης: Ο ~ του χωριού / της γειτονιάς. || το κατάστημα του μπακάλη· μπακάλικο: Πηγαίνει στον μπακάλη για να ψωνίσει.
[τουρκ. bakkal -ης· μπακάλ(ης) -ισσα]
- μπαμπαλής ο [babalís] Ο8 : (προφ., μειωτ.) για γέρο.
[ίσως αρχ. παμπάλαιον `πολύ παλιό΄ > *πάμπαλ(ον) -ής (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]
- μπατάλης ο [batálθs] Ο11 θηλ. μπατάλα [batála] Ο25α : (προφ.) για άνθρωπο μεγαλόσωμο και άχαρο ή δυσκίνητο. || (ως επίθ.).
[τουρκ. battal -ης· μπατάλ(ης) -α]
- μπελαλής ο [belalís] Ο8 θηλ. μπελαλού [belalú] Ο37 : (οικ.) για άνθρωπο ζόρικο, δύστροπο. || (ως επίθ.).
[τουρκ. belalι -ς· μπελαλ(ής) -ού]
- μπεσαλής ο [besalís] Ο8 θηλ. μπεσαλού [besalú] Ο37 : αυτός που κρατάει το λόγο του, που πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη. || (ως επίθ.): Είναι ~ άνθρωπος· δεν πρόκειται να σε γελάσει.
[μπέσ(α) -αλής· μπεσαλ(ής) -ού]
- μπούλης ο [búlis] Ο11 θηλ. μπούλα [búla] Ο25α : 1. (σπάν.) ο μπέμπης. 2. (μειωτ.) για παιδί άβουλο, καλομαθημένο και συνήθ. προσκολλημένο στους γονείς του. || για ανώριμο μεγάλο άνθρωπο.
[το υποκορ. επίθημα -ούλης σε λ. που το θέμα τους περιέχει [b] : μπέμπ(ης) -ούλης > μπεμπ-ούλης > μπε-μπούλης, Χαράλαμπος > Χαραλαμπ-ούλης > Χαραλα-μπούλης· μπούλ(ης) -α]
- νομισματοπώλης ο [nomizmatopólis] Ο10 : αυτός που εμπορεύεται αρχαία και γενικότερα παλαιά νομίσματα.
[λόγ. < ελνστ. νομισματοπώλης `που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων΄]
- ντελάλης ο [delális] & τελάλης ο [telális] Ο11 : αυτός που ανακοίνωνε φωναχτά στους δρόμους αποφάσεις ή διαταγές της διοίκησης ή άλλα γεγονότα που αφορούσαν τους κατοίκους ενός τόπου: Οι προεστοί έβαλαν ντελάληδες να διαλαλήσουν τον ερχομό των Tούρκων. ΦΡ βγάζω ντελάλη, κοινολογώ κτ. που θα έπρεπε να το κρατήσω μυστικό: Δεν μπορείς να του εμπιστευτείς τίποτε, γιατί θα βγάλει αμέσως ντελάλη.
[τελ-: μσν. *τελάλης (πρβ. μσν. τελάλισσα) < τουρκ. tellâl (από τα αραβ.) -ης· ντελ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ]
- νωχελής -ής -ές [noxelís] Ε10 : που αποφεύγει κάθε σωματική ή πνευματική προσπάθεια από ανεμελιά και αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει γύρω του.
[λόγ. < αρχ. νωχελής]



