Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
48 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επαληθεύω [epaliθévo] -ομαι Ρ5.1 : διαπιστώνω ή αποδεικνύω ότι κτ. αληθεύει, ότι είναι αληθινό ή σωστό: Επαληθεύεται μια είδηση / μια υπόθεση. Επαληθεύονται οι φόβοι / οι υποψίες κάποιου. Tα γεγονότα επαλήθευσαν τις προβλέψεις του. Επαληθεύεται ένα όνειρο, βγαίνει αληθινό.
[λόγ. < αρχ. ἐπαληθεύω `βεβαιώνω την ορθότητα΄ & σημδ. γαλλ. vérifier, se vérifier]
- καντηλήθρα η [kandilíθra] Ο25α : μικρό κομμάτι φελλού που επιπλέει στο λάδι του καντηλιού και όπου στηρίζεται το φιτίλι.
[μσν. καντηλήθρα < καντήλ(α) 1 -ήθρα]
- καυκαλήθρα η [kafkalíθra] Ο25 : είδος χόρτου· καυκαλίδα.
[καυκαλ(ίδα) -ήθρα]
- ληθαργικός -ή -ό [liθarjikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο λήθαργο: Ληθαργική εγκεφαλίτιδα.
[λόγ. < αρχ. ληθαργικός]
- λήθαργος ο [líθarγos] Ο20 : 1. (ιατρ.) παθολογικός ύπνος, πολύ βαθύς και συνεχής, που αποτελεί σύμπτωμα διάφορων (κυρ. εγκεφαλικών) νόσων: Ο ασθενής έπεσε σε λήθαργο. || βαθύς και συνεχής ύπνος· νάρκη. 2. (μτφ., κυρ. για πνευματική αδιαφορία, ακινησία, αδράνεια): Πνευματικός ~. 3. (βοτ.) ανενεργό στάδιο που εμφανίζουν τα σπέρματα, τα σπόρια και οι οφθαλμοί των φυτών, κατά τη διάρκεια του οποίου αναστέλλεται η διαδικασία αύξησης και ανάπτυξής τους.
[λόγ. < αρχ. λήθαργος]
- λήθη η [líθi] Ο30 (συνήθ. εν.) : ANT μνήμη. 1. η λησμονιά, το να ξεχνάει κανείς ή να ξεχνιέται κτ.: Παραδίδω κτ. στη ~. ~ στο παρελθόν, ας ξεχαστεί το παρελθόν. Ευεργετική ~ κάλυψε τα δυσάρεστα γεγονότα. 2. (ψυχ.) η πλήρης εξαφάνιση από τη συνείδηση κάποιας παράστασης, έτσι ώστε να μην είναι πια δυνατό αυτή να αναπλαστεί: H διαδικασία της λήθης είναι πιο γρήγορη για το πρόσφατο και πιο αργή για το μακρινό παρελθόν.
[λόγ. < αρχ. λήθη]
- μπουρμπουλήθρα η [burbulíθra] Ο25α : 1. η φυσαλίδα. 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) λόγια χωρίς σοβαρό περιεχόμενο· σαχλαμάρες: Άσε τις μπουρμπουλήθρες και μίλα σοβαρά.
[μπούρμπουλ(ας) (ίδ. σημ.) -ήθρα]
- πληθαίνω [pliθéno] Ρ7.4α : αυξάνομαι σε αριθμό, σε ποσότητα, γίνομαι περισσότερος. ANT μειώνομαι, ελαττώνομαι: Στις μέρες μας πλήθυναν πολύ τα κρούσματα κλοπών / διαρρήξεων. Tα θύματα του έιτζ όσο πάνε και πληθαίνουν. Πλήθυναν οι φήμες ότι το νόμισμα θα υποτιμηθεί.
[αρχ. πληθ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]
- πλήθεμα το [plíθema] Ο49 : το αποτέλεσμα του πληθαίνω.
[πληθαί(νω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]
- πλήθιος -α -ο [plíθxos] Ε4 : (λογοτ.) πολυάριθμος, πάρα πολύς, πολυπληθής: Έχει πλήθιες χάρες / ομορφιές / αρετές.
[μσν. πλήθιος `περισσός΄ < πλήθ(ος) -ιος]