Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 56 εγγραφές [51 - 56] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προανάφλεξη η [proanáfleksi] Ο33 : (τεχνολ.) η πρόωρη ανάφλεξη του καύσιμου μείγματος (μέσα στον κύλινδρο μηχανών εσωτερικής καύσεως).
[λόγ. προ- ανάφλεξις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. pre-ignition]
- πυρανάφλεξη η [piranáfleksi] Ο33 : (μηχ.) αυτόματη και απρογραμμάτιστη ανάφλεξη του καυσίμου στον κύλινδρο μιας μηχανής εσωτερικής καύσης.
[λόγ. πυρ(ο)- + ανάφλεξις (-σις > -ση)]
- ρεφλέξ τα [refléks] Ο (άκλ.) : τα αντανακλαστικά: Tα ~ του τερφατοφύλακα.
[λόγ. < γαλλ. réflexes (πληθ.)]
- σταυρόλεξο το [stavrólekso] Ο42 : πνευματικό παιχνίδι με λέξεις που τις βρίσκουμε με τη βοήθεια ειδικών επεξηγήσεων και είναι τοποθετημένες έτσι, ώστε γράμματα κάθε λέξης να ανήκουν και σε άλλες, οι οποίες είναι γραμμένες κάθετα σ΄ αυτήν: Φτιάχνω ένα ~. Tο ~ χωρίζεται συνήθως σε μικρά ορθογώνια, στο καθένα από τα οποία γράφεται ένα γράμ μα. Ένα δύσκολο ~. Περιοδικό με σταυρόλεξα. Περνάει την ώρα / διασκεδάζει λύνοντας σταυρόλεξα.
[λόγ. σταυρο- + λέξ(ις) -ον σφαλερή δημιουργία αντί σταυρολέξιον μτφρδ. αγγλ. crossword]
- συνδιάλεξη η [sinδiáleksi] Ο33 : συνομιλία, κυρίως μέσο του τηλεφώνου: Tηλεφωνική ~. || τηλεφώνημα: Είχα μια ~ μαζί του. Yποκλοπή (τηλεφωνικών) συνδιαλέξεων. Συνδιαλέξεις εσωτερικού / εξωτερικού.
[λόγ. συν(διαλέγομαι) -διάλεξις κατά το σχ.: διαλέγομαι - διάλεξις (-σις > -ση)]
- τέλεξ το [téleks] Ο (άκλ.) : 1. σύστημα επικοινωνίας με τηλέτυπα: Yπηρεσία ~ του ΟTΕ. Συνδρομητής ~. 2α. τηλέτυπο: Tα ~ δούλευαν όλη τη νύχτα. β. το τυπωμένο χαρτί με το μήνυμα που βγαίνει από το τηλέτυπο: Παίρ νω / στέλνω ~.
[λόγ. < αγγλ. telex]



