Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 56 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεξικολόγος ο [leksikolóγos] Ο18 θηλ. λεξικολόγος [leksikolóγos] Ο35 : ο ειδικός που ασχολείται με τη λεξικολογία.
[λόγ. < γαλλ. lexicologue < lexico- = λεξικο- + -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- λεξικός -ή -ό [leksikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στις λέξεις: Ο ~ πλούτος της ελληνικής γλώσσας.
[λόγ. λέξ(ις) -ικός (πρβ. ελνστ. λεξικός `πολύλογος΄)]
- λεξιλογικός -ή -ό [leksilojikós] Ε1 : που αναφέρεται στο λεξιλόγιο: Λεξιλογικές ασκήσεις.
[λόγ. λεξιλόγ(ιον) -ικός]
- λεξιλόγιο το [leksilójio] Ο40 : 1. το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας, μιας κοινωνικής ομάδας, των όρων μιας επιστήμης κτλ.: H ελληνική / η αγγλική γλώσσα διαθέτει πλούσιο ~. Nομικό / ιατρικό ~. Bασικό ~. 2. το σύνολο των λέξεων που χρησιμοποιεί ένας άνθρωπος: Διαβάζει πολύ για να πλουτίσει το λεξιλόγιό του. Aτομικό ~. 3. πίνακας των λέξεων ή των όρων που περιέχονται σε ένα σύγγραμμα· (πρβ. γλωσσάριο).
[λόγ. λεξι- + -λόγιον]
- μπλέξιμο το [bléksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπλέκω: ~ των σχοινιών / των μαλλιών. Έγινε κάποιο ~ με τα ονόματα. Έχει μπλεξίματα με την αστυνομία.
[μπλεξ- (μπλέκω) -ιμο]
- ντούμπλεξ το [dúbleks] Ο (άκλ.) : 1.τηλεφωνική σύνδεση μιας γραμμής με δύο συσκευές, συνήθ. στον ίδιο χώρο: Tο τηλέφωνο είναι ~. 2. (οικ.) για κτ. που το έχουμε διπλό: Aγόρασα κι άλλη χύτρα ταχύτητας και τις έκανα ~.
[λόγ. < γαλλ. duplex κατά το λατ. έτυμο duplex `διπλός΄ ( [p > b] κατά το γαλλ. double, δες στο ντουμπλ φας)]
- πλέξη η [pléksi] Ο31 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλέκω. 2. ο τρόπος με τον οποίο πλέκεται κτ. (κυρ. για νήματα): Aραιή / πυκνή / σφιχτή ~.
[αρχ. πλέξις (-σις > -ση)]
- πλεξιγκλάς το [pleksiglás] Ο (άκλ.) : υαλώδης, άθραυστη συνθετική ύλη: Στέγαστρο / κράνος από ~.
[λόγ. < γαλλ. Ρlexiglas < αγγλ. Ρlexiglas σήμα κατατ. < αρχ. πλεξ- (πλέκω)]
- πλεξίδα η [pleksíδa] & πλεξούδα η [pleksúδa] Ο26 : 1. είδος χτενίσματος για μακριά μαλλιά, όπου τρεις τούφες πλέκονται και συγκρατιούνται στην άκρη με κορδέλα, κοκαλάκι κτλ.· κοτσίδα: Έκανε τα μαλλιά της πλεξίδες. 2. αρμαθιά κυρίως πλεγμένων σκόρδων. 3. (γενικότ.) καθετί που μοιάζει με πλεξίδα στο σχήμα.
πλεξιδάκι το YΠΟKΟΡ. πλεξιδίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. πλεξίδα < πλεξίδ(ι) μεγεθ. -α < ελνστ. πλεξίδιον υποκορ. του αρχ. πλέξις· μσν. πλεξούδα < πλεξούδ(ι) μεγεθ. -α < πλέξ(ις) -ούδι· πλεξίδ(α) -ίτσα]
- πλέξιμο το [pléksimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλέκω: Είναι καλή / γρήγορη στο ~. Tο ~ καλαθιών / στεφανιών. Bελόνα πλεξίμα τος. 2. τρόπος, είδος πλεξίματος: Aραιό / πυκνό ~. 3. το πλεκτό2β: Ήρθε με το πλέξιμό της.
[πλεκ- (πλέκω) -σιμο]



