Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %λεκτ%
153 εγγραφές [31 - 40]
εκλεκτικιστικός -ή -ό [eklektikistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον εκλεκτικισμό: Εκλεκτικιστικές τάσεις. Εκλεκτικιστική φιλοσοφία / διδασκαλία / άποψη. Εκλεκτικιστική τέχνη / αρχιτεκτονική.

[λόγ. εκλεκτικιστ(ής) -ικός]

εκλεκτικός -ή -ό [eklektikós] Ε1 : 1. (ως χαρακτηρισμός προσώπου) που είναι πολύ αυστηρός και απαιτητικός στις προτιμήσεις του, που αναζητεί όχι απλώς το καλό αλλά το καλύτερο: Εκλεκτικοί αναγνώστες. Είναι πολύ ~ στις μουσικές προτιμήσεις του. Δύσκολοι και εκλεκτικοί πελάτες. 2. που δεν αφορά ένα σύνολο αλλά ένα ορισμένο μέρος· ειδικός: Εκλεκτική δράση ενός φαρμάκου. ~ χρωματισμός των κυττάρων. || Εκλεκτικές συγγένειες: α. φυσικοχημική έλξη ορισμένων χημικών ουσιών προς κάποιο κυτταρικό στοιχείο. β. κοινά πολιτισμικά στοιχεία ανάμεσα σε πρόσωπα, λαούς κτλ. 3. (ως ουσ., για πρόσ.) ο εκλεκτικός, αντί του εκλεκτικιστής.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἐκλεκτικός `ικανός να επιλέξει΄ & σημδ. γαλλ. électif· 3: ελνστ. πληθ. οἱ ἐκλεκτικοί]

εκλεκτικότητα η [eklektikótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι εκλεκτικός: Εξεζητημένη / σχολαστική / αυστηρή ~.

[λόγ. εκλεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]

εκλεκτισμός ο [eklektizmós] Ο17 : ο εκλεκτικισμός.

[λόγ. εκλεκτ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. eclecticism (δες εκλεκτικισμός)]

εκλέκτορας ο [ekléktoras] Ο5 θηλ. εκλέκτορας [ekléktoras] & (προφ.) εκλεκτόρισσα [eklektórisa] Ο27 (συνήθ. πληθ.) : πρόσωπο εντεταλμένο να εκλέξει αυτόν ή αυτούς που θα αναλάβουν ένα αξίωμα, μια αρχή κτλ.: Tο σώμα των εκλεκτόρων. Οι εκλέκτορες εκλέγονται από τις τοπικές συνελεύσεις ή διορίζονται από τα διοικητικά συμβούλια. Ο αριθμός των εκλεκτόρων καθορίζεται ανάλογα με τον αριθμό των μελών κάθε συλλόγου. || (ιστ.) Aυτοκρατορικοί εκλέκτορες, οι ηγεμόνες και οι κληρικοί που είχαν το δικαίωμα να εκλέγουν τον αυτοκράτορα της Γερμανίας από τον 11ο ως τις αρχές του 19ου αι.

[λόγ. εκλεκ- (εκλέγω) -τωρ > -τορας μτφρδ. γαλλ. électeur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· εκλεκτορ- (εκλέκτωρ) -ισσα]

εκλεκτορικός -ή -ό [eklektorikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε εκλέκτορες: Εκλεκτορικό σώμα. Εκλεκτορικές ψήφοι.

[λόγ. εκλεκτορ- (δες εκλέκτορας) -ικός]

εκλεκτός -ή -ό [eklektós] & εκλεχτός [eklextós] Ε1 : που τον ξεχωρίζουν από άλλους ως τον καλύτερο· διαλεχτός. α. (για πρόσ.): ~ φίλος / συνεργάτης. Εκλεκτοί πολίτες. ~ κόσμος. Εκλεκτή συντροφιά / παρέα. || (ως ουσ.) ο εκλεκτός, θηλ. εκλεκτή: Ο ~ του λαού / του Θεού. (έκφρ.) ο ~ / η εκλεκτή της καρδιάς της / του, προς τον οποίο εκδηλώνεται ένα ιδιαίτερο ερωτικό συναίσθημα, αγαπημένος. β. (για πργ.): Εκλεκτά προϊόντα / εδέσματα. Εκλεκτό κρασί. Εκλεκτής ποιότητας φρούτα / καπνός. Εκλεκτές ποικιλίες λαχανικών.

[λόγ. < αρχ. ἐκλεκτός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

εξηλεκτρίζω [eksilektrízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω εξηλεκτρισμό.

[λόγ. εξ- ηλεκτρ(ικόν) -ίζω μτφρδ. αγγλ. electrify & γαλλ. électrifier]

εξηλεκτρισμός ο [eksilektrizmós] Ο17 : παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και χρησιμοποίησή της σε διάφορες, ιδίως εργασιακές, δραστηριότητες: ~ της γεωργίας / της βιομηχανίας. ~ του νοικοκυριού. Πρόγραμμα εξηλεκτρισμού μιας περιοχής / μιας χώρας, για τη δημιουργία των απαραίτητων εγκαταστάσεων.

[λόγ. εξηλεκτρισ- (εξηλεκτρίζω) -μός]

επιλεκτικός -ή -ό [epilektikós] Ε1 : α.που επιλέγει το αντικείμενό του από ένα σύνολο ή που γίνεται με επιλογή: Επιλεκτική μέθοδος. || (μηχανολ.) Επιλεκτική τηλεφωνία, που γίνεται μέσο τηλεφωνικού κέντρου. β. (ψυχ.) Επιλεκτική μνήμη, όταν γίνεται επιλογή των πληροφοριών που αποθηκεύει η μνήμη κάποιου. || (ειρ.) για κπ. που θυμάται μόνο ορισμένα γεγονότα ή καταστάσεις που τον ωφελούν ή τον συμφέρουν. επιλεκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επιλεκ- (επιλέγω) -τικός]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες