Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 153 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαλεκτικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με τη διάλεκτο: Ο ~ τύπος μιας λέξης. Διαλεκτική προφορά. Διαλεκτική μορφή μιας γλώσσας.
διαλεκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διάλεκτ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. dialectal < dialect(e) = διάλεκτ(ος) -al = -ικός]
- διαλεκτολογία η [δialektolojía] Ο25 : κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά τις διαλέκτους: Mάθημα αρχαίας ελληνικής / νεοελληνικής διαλεκτολογίας.
[λόγ. < γαλλ. dialectologie < dialect(e) = διάλεκτ(ος) -ο- + -logie = -λογία]
- διαλεκτολογικός -ή -ό [δialektolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διαλεκτολογία: Διαλεκτολογικές έρευνες.
διαλεκτολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. dialectologique < dialectolog(ie) = διαλεκτολογ(ία) -ique = -ικός]
- διάλεκτος η [δiálektos] Ο36 : ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή με σημαντικές διαφορές από την κοινή στην προφορά, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο, που δε θεωρείται όμως διαφορετική γλώσσα: Kυπριακή / ποντιακή / τσακώνικη ~. || Mιλάει στη ρουμελιώτικη διάλεκτο, ιδίωμα. || ποικιλία μιας γλώσσας: H αρχαία ελληνική γλώσσα παρουσιάζεται εξαρχής χωρισμένη σε διαλέκτους, από τις οποίες οι κυριότερες ήταν η ιωνική, η αττική, η αιολική και η δωρική.
[λόγ. < ελνστ. διάλεκτος, αρχ. σημ.: `κοινή γλώσσα΄]
- διηλεκτρικός -ή -ό [δiilektrikós] Ε1 : (φυσ.) που είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού.
[λόγ. < γαλλ. diélectrique < di(a)- = δι(α)- + électrique = ηλεκτρικός]
- δυναμοηλεκτρικός -ή -ό [δinamoilektrikós] Ε1 : που αναφέρεται στο δυναμικό ηλεκτρισμό: Δυναμοηλεκτρική μηχανή, δυναμό, δυναμομηχανή.
[λόγ. < γαλλ. dynamo-électrique < dynamo- = δυνα μο- + électrique = ηλεκτρικός]
- δυσηλεκτραγωγός -ός / -ή -ό [δisilektraγoγós] Ε16 : (φυσ.) για σώμα που είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού: Tο ξύλο είναι σώμα δυσηλεκτραγωγό.
[λόγ. δυσ- ηλεκτραγωγός]
- δυσλεξικός -ή -ό [δisleksikós] & δυσλεκτικός -ή -ό [δislektikós] Ε1 : που πάσχει από δυσλεξία: Δυσλεξικό παιδί.
[λόγ. < γαλλ. dyslexique < dyslex(ie) -ique = -ικός· λόγ. < αγγλ. dyslectic (-ic = -ικός)]
- εκλεκτικισμός ο [eklektikizmós] Ο17 : 1. (φιλοσ.) η επιλογή θέσεων από διάφορα συστήματα σκέψης και η ένταξή τους σε ένα νέο σύστημα που καταργεί τις αντιφάσεις και συμφιλιώνει τις αντιθέσεις τους· (πρβ. συγκριτισμός). || ανάλογη τάση σε επιστημονικούς τομείς. 2. στις καλές τέχνες, η τάση που βασίζεται στη χρησιμοποίηση και συμφιλίωση στοιχείων από διάφορους παλαιότερους ρυθμούς: Tάσεις εκλεκτικισμού εκδηλώθηκαν σε όλες σχεδόν τις εποχές, κυρίως όμως στην ευρωπαϊκή τέχνη του 19ου αι.
[λόγ. < αγγλ. eclectic(ism) -ισμός < eclectic < αρχ. οἱ ἐκλεκτικοί]



