Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 153 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιποσυλλέκτης ο [liposiléktis] Ο10 : συσκευή ή εξάρτημα που συλλέγει, που συγκρατεί το λίπος.
[λόγ. λιπο- 2 + συλλέκτης]
- μονολεκτικός -ή -ό [monolektikós] Ε1 : που αποτελείται από μία μόνο λέξη: Mονολεκτική πρόταση / φράση / απάντηση. || ANT περιφραστικός: ~ σχηματισμός των παρωχημένων χρόνων του ρήματος.
μονολεκτικά & (λόγ.) μονολεκτικώς ΕΠIΡΡ: Nα μου απαντάς ~ με ένα ναι ή με ένα όχι. [λόγ. μονο- + λεκ- (λέξις) -τικός μτφρδ. γαλλ. d΄un mot· λόγ. μονολεκτικ(ός) -ώς]
- ναρκοσυλλέκτης ο [narkosiléktis] Ο10 : (στρατ.) στρατιωτικός που έχει εκπαιδευτεί στην ανίχνευση, τον εντοπισμό και την εξουδετέρωση ναρκών 2.
[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + συλλέκτης]
- νεοσύλλεκτος ο [neosílektos] Ο20α : χαρακτηρισμός στρατιώτη που μόλις κατατάχτηκε στο στρατό και για όσο χρόνο διαρκεί η βασική του εκπαίδευση: Kέντρο νεοσυλλέκτων.
[λόγ. < ελνστ. νεοσύλλεκτος `που έχει συλλεγεί πρόσφατα΄ σημδ. γαλλ. nouvelles recrues (πληθ.)]
- πιεζοηλεκτρικός -ή -ό [piezoilektrikós] Ε1 : που αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό: Πιεζοηλεκτρικοί κρύσταλλοι. Πιεζοηλεκτρικά στοιχεία.
[λόγ. < διεθ. piezo- < αρχ. πιέζ(ω) -ο- + electric = ηλεκτρικός]
- πιεζοηλεκτρισμός ο [piezoilektrizmós] Ο17 : ο ηλεκτρισμός που παράγε ται από τη μηχανική πίεση των επιφανειών ορισμένων κρυστάλλων.
[λόγ. < διεθ. piezo- < αρχ. πιέζ(ω) -ο- + electricity = ηλεκτρισμός]
- πλεκτάνη η [plektáni] Ο30 : σχέδιο ή σύνολο ενεργειών, που εμπεριέχει δόλο και που έχει στόχο να παρασύρει, να εξαπατήσει ή και να βλάψει κπ.· μηχανορραφία, δολοπλοκία, παγίδα: Στήνω μια / πέφτω σε μια ~. Σατανική ~ των μυστικών υπηρεσιών.
[λόγ. < ελνστ. πλεκτάνη `δίχτυ αράχνης, δόλια ενέργεια΄, αρχ. σημ.: `κτ. πλεγμένο΄]
- πλεκτήριο το [plektírio] Ο42 : εργαστήριο ή εργοστάσιο (βιοτεχνία, βιομηχανία) που κατασκευάζει πλεκτά είδη. || ο χώρος, όπου είναι εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές.
[λόγ. πλέκ(ω) -τήριον]
- πλεκτικός -ή -ό [plektikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που χρησιμοποιείται στο πλέξιμο: Πλεκτικές μηχανές. || (ως ουσ.) η πλεκτική, η τέχνη, η δραστηριότητα της κατασκευής πλεκτών ειδών.
[λόγ. < αρχ. πλεκτικός `που ασχολείται με το πλέξιμο΄, ἡ πλεκτική (ενν. τέχνη)]
- πλεκτοβιομηχανία η [plektoviomixanía] Ο25 : βιομηχανία κατασκευής πλεκτών ειδών.
[λόγ. πλεκτ(όν) -ο- + βιομηχανία]



