Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
153 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακυριολεκτώ [akiriolektó] & (σπανιότ.) ακυρολεκτώ [akirolektó] Ρ10.9α : κάνω, λέω ακυριολεξίες: Mη νομίσετε ότι ~ ή υπερβάλλω.
[λόγ. α- 1 κυριολεκτώ· λόγ. κατά το ακυρολεξία]
- αλέκτορας ο [aléktoras] Ο5 : (λόγ.) κόκορας. (εκκλ. έκφρ.) πριν αλέκτορα φωνήσαι, για κπ. που απαρνιέται, που προδίδει ένα πρόσωπο ή μια ιδεολογία μόλις συναντήσει την πρώτη δυσκολία.
[λόγ. < αρχ. ἀλέκτωρ, αιτ. -ορα (πρβ. μσν. αλέκτορας), η φρ. από την Κ.Δ.]
- αλεκτορομαχία η [alektoromaxía] Ο25 : (λόγ.) κοκορομαχία.
[λόγ. αλεκτορ- (αλέκτορας) -ο- + -μαχία μτφρδ. γαλλ. combat de coqs]
- αλληλεκτίμηση η [alilektímisi] & αλληλοεκτίμηση η [aliloektímisi] Ο33 : αμοιβαία εκτίμηση.
[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + εκτίμη(σις) -ση]
- αμυγδαλεκτομή η [amiγδalektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική επέμβαση κατά την οποία αφαιρούνται οι αμυγδαλές.
[λόγ. < γαλλ. amygdalectomie < amygdal(e) = αμυγδαλ(ή) + -ectomie = -εκτομή]
- ανάλεκτα τα [análekta] Ο40 : συλλογή από άρθρα και μελέτες ενός ή περισσότερων συγγραφέων, επάνω σε ποικίλα θέματα, που εκδίδονται σε έναν τόμο: Φιλολογικά / νεοελληνικά ~.
[λόγ. < νλατ. analecta (στη νέα σημ. ουδ. πληθ.) < αρχ. ἀνάλεκτος `διαλεχτός΄]
- αναμφίλεκτος -η -ο [anamfílektos] Ε5 : (λόγ.) αναντίρρητος.
αναμφίλεκτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀναμφίλεκτος]
- αναντίλεκτος -η -ο [anandílektos] Ε5 : αναντίρρητος.
αναντίλεκτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀναντίλεκτος]
- αναφλεκτήρας ο [anaflektíras] Ο2 : (τεχνολ.) εξάρτημα που προκαλεί ανάφλεξη στις βενζινοκίνητες μηχανές.
[λόγ. αναφλεκ- (αναφλέγω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. imflammateur]
- αντιδιαλεκτικός -ή -ό [andiδialektikós] Ε1 : που δεν είναι διαλεκτικός ή είναι αντίθετος με τη διαλεκτική: Aντιδιαλεκτική σκέψη / φιλοσοφία. Aντιδιαλεκτική ερμηνεία της ιστορίας.
αντιδιαλεκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + διαλεκτικός]