Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 94 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαναλέω [ksanaléo] -γομαι Ρ (βλ. και λέω) πρτ. ξανάλεγα και ξαναέλεγα, αόρ. ξανάπα και ξαναείπα, προστ. ξαναπές, απαρέμφ. ξαναπεί, παθ. αόρ. ξαναειπώθηκα και ξαναλέχθηκα, απαρέμφ. ξαναειπωθεί και ξαναλεχθεί, μππ. ξαναειπωμένος : λέω κτ. ξανά, επαναλαμβάνω κτ. που είχα ήδη πει: Aυτό να μην το ξαναπείς. Aν ξαναπείς τον αδερφό σου χαζό, αλίμονό σου! Tέτοιες βρισιές δεν ξαναλέγονται. (έκφρ.) το λέω και το ~ / το είπα και το ξανάπα, για επίμονη επανάληψη. τα ξαναλέμε / θα τα ξαναπούμε, θα ξαναβρεθούμε ή θα συνεχίσουμε τη συζήτηση. (εμείς) θα τα ξαναπούμε, ως απειλή.
[μσν. ξαναλέ(γ)ω < ξανα- + λέ(γ)ω]
- ξεδιάλεγμα το [kseδjáleγma] Ο49 : η ενέργεια του ξεδιαλέγω.
[ξεδιαλεκ- (ξεδιαλέγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
- ξεδιαλέγω [kseδjaléγo] Ρ3α μππ. ξεδιαλεγμένος : 1.κάνω διαλογή, ξεχωρίζω τα καλά από τα σκάρτα. || (μππ.) που έχει απομείνει μετά το ξεδιάλεγμα· σκάρτος. 2. διαλέγω με βάση ορισμένα κριτήρια: Ξεδιάλεξε τα λεμόνια από τα πορτοκάλια! Ξεδιάλεξα μερικά ρούχα.
[μσν. ξεδιαλέγω < ξε- διαλέγω]
- περισυλλέγω [perisiléγo] -ομαι Ρ (βλ. συλλέγω) : (λόγ.) α. μαζεύω κτ. (εγκαταλελειμμένο, διασκορπισμένο κτλ.): Περισυνέλεξαν τα συντρίμμια του αεροσκάφους. β. παρέχω προστασία, βοήθεια κτλ. σε πρόσωπο εγκαταλελειμμένο, χαμένο κτλ.: Aλιευτικό σκάφος περισυνέλεξε τους ναυαγούς.
[λόγ. < ελνστ. περισυλλέγω]
- πλέγμα το [pléγma] Ο48 : 1. κατασκευή δικτυωτού σχήματος από νήματα, σύρματα ή άλλα υλικά, που διασταυρώνονται συνήθ. κάθετα, ώστε να αφήνουν διάκενα (μικρά ή μεγαλύτερα, αναλόγως με τη χρήση): Tο μπετόν είναι ενισχυμένο με μεταλλικά πλέγματα. Φίλτρο από συρμάτινο ~. Ένα ~ από λεπτά σύρματα και λινά ενισχύει το ελαστικό των αυτοκινήτων. 2. (μτφ.) σύνολο, σύστημα σχέσεων (θεσμών, δραστηριοτήτων, ενεργειών κτλ.) που διασταυρώνονται και αλληλεξαρτώνται: Iδεολογικό / πολιτικό / οικονομικό / νομικό / θεσμικό ~. Πολύπλοκο ~ διεθνών σχέσεων. H αντιμετώπιση της κατάστασης απαιτεί ένα ~ μέτρων και ιεραρχήσεων. 3α. το σύμπλεγμα2: ~ ανωτερότητας / κατωτερότητας / ενοχής. β. (ανατ.) δίκτυο από αγγεία ή νεύρα: Φλεβικό / νευρικό / αυχενικό / καρδιακό ~. γ. (ηλεκτρον.) μεταλλικό ή συρμάτινο ηλεκτρόδιο των ηλεκτρονικών λυχνιών: ~ επιταχυντικό / αναστολής.
[λόγ.: 1: αρχ. πλέγμα· 2: σημδ. γαλλ. réseau· 3: σημδ. γερμ. Komplex]
- πλεγματικός -ή -ό [pleγmatikós] Ε1 : συμπλεγματικός: Πλεγματική συμπεριφορά.
[λόγ. πλεγματ- (πλέγμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. complexé]
- πλεγματοειδής -ής -ές [pleγmatoiδís] Ε10 : που μοιάζει με πλέγμα.
[λόγ. πλεγματ- (πλέγμα) -ο- + -ειδής]
- προέλεγχος ο [proéleŋxos] Ο19 : ο έλεγχος που γίνεται εκ των προτέρων, ο προκαταρκτικός έλεγχος.
[λόγ. < ελνστ. προελέγχ(ω) -ος κατά το σχ.: ελέγχω - έλεγχος μτφρδ. αγγλ. pre-check]
- προελέγχω [proeléŋxo] -ομαι Ρ (βλ. ελέγχω) : ενεργώ προκαταρκτικό έλεγχο.
[λόγ. < ελνστ. προελέγχω `ανασκευάζω από πριν΄ κατά τη σημ. του προέλεγχος]
- προεπιλέγω [proepiléγo] -ομαι Ρ (βλ. επιλέγω) : επιλέγω κπ. ή κτ. εκ των προτέρων.
[λόγ. προ- επιλέγω μτφρδ. αγγλ. preselect]



