Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 94 εγγραφές [91 - 94] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φλεγμονή η [fleγmoní] Ο29 : (ιατρ.) ερεθισμός ιστών του σώματος, που οφείλεται κυρίως σε τραυματικές, μικροβιακές, χημικές κτλ. αιτίες και που επιφέρει συνήθ. πυρετό, διόγκωση, ερυθρότητα και πόνο: Οι αμυγδαλές του παρουσίασαν ~. Tο τραύμα μολύνθηκε και εμφανίζει ~.
[λόγ. < αρχ. φλεγμονή]
- φλεγμονώδης -ης -ες [fleγmonóδis] Ε11 : που παρουσιάζει φλεγμονή.
[λόγ. < ελνστ. φλεγμονώδης]
- φλέγομαι [fléγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. καίγομαι βγάζοντας φλόγες: Οι δεξαμενές των καυσίμων φλέγονταν επί τρεις μέρες. Tο πλοίο φλέγεται στα ανοιχτά παρά τις προσπάθειες των πυροσβεστικών. || Ο άρρωστος φλέγεται από τον πυρετό, έχει πολύ υψηλό πυρετό. 2. (μτφ.) κατέχομαι από πολύ ισχυρό, έντονο (συν)αίσθημα, (πάθος για κπ. ή για κτ.): Φλέγεται από την επιθυμία / την περιέργεια / τον πόθο. Φλεγόταν απ΄ τον έρωτά της για κείνον.
[λόγ. < αρχ. φλέγω, φλέγομαι]
- φλέγων -ουσα -ον [fléγon] Ε12 : στις εκφράσεις φλέγον ζήτημα / θέμα, μεγάλης σημασίας, έντονου ενδιαφέροντος, επίκαιρο και επείγον ζήτημα / θέμα.
[λόγ. < αρχ. φλέγων μεε. του φλέγω]



