Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 94 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεγκρέτο το [alegréto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) ρυθμός πιο αργός και λιγότερο εύθυμος από το αλέγκρο και πιο ζωηρός από το αντάντε. || μουσική σύνθεση σε ρυθμό αλεγκρέτο.
[λόγ. < ιταλ. allegretto]
- αλέγκρο το [alégro] Ο (άκλ.) : (μουσ.) ρυθμός ζωηρός, εύθυμος και γρήγορος. || μουσική σύνθεση σε ρυθμό αλέγκρο.
[λόγ.(;) < ιταλ. allegro]
- αλέγρος -α -ο [aléγros] & αλέγκρος -α -ο [alégros] Ε4 : (οικ.) χαρούμενος, πρόσχαρος: Είναι πολύ ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Aλέγρα μουσική. Aλέγρα χρώματα. Tο σπίτι του είναι πολύ αλέγρο.
αλέγρα & αλέγκρα ΕΠIΡΡ: Σφύριζε ~ ένα τραγούδι. [βεν. alegro -ς· ιταλ. allegro -ς]
- αλληλεγγύη η [alilengíi] Ο30 : το ηθικό καθήκον της αλληλοβοήθειας, της υποχρέωσης που έχουν τα μέλη μιας ομάδας να υποστηρίζονται και να ενισχύονται αμοιβαία: Ο συνδικαλισμός στηρίζεται στην επαγγελματική ~. Aπεργούν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους συναδέλφους τους που διώκονται. || (επέκτ.) συμπαράσταση: Ο λαός έδειξε την ~ του στους πρόσφυγες.
[λόγ. < ελνστ. ἀλληλεγγύη `αμοιβαία εγγύηση΄ σημδ. γαλλ. solidarité]
- αλληλέγγυος -α -ο [aliléngios] Ε6 : 1.που δείχνει αλληλεγγύη σε κπ., που είναι πρόθυμος να συμπαρασταθεί: Όλα τα εργατικά σωματεία τάσσονται αλληλέγγυα προς τους απολυμένους συναδέλφους τους. Είμαστε αλληλέγγυοι προς τους δοκιμαζόμενους αδελφούς μας. 2. (νομ.) που συνδέεται με κπ. ή με κάποιους με αμοιβαία ευθύνη ή υποχρέωση: ~ χρεώστης. Οι οφειλέτες είναι αλληλέγγυοι, όταν ενέχονται στο ίδιο αδίκημα. || Aλληλέγγυα ευθύνη, που έχουν αλληλέγγυα πρόσωπα.
αλληλέγγυα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀλληλέγγυος]
- αμφιλεγόμενος -η -ο [amfileγómenos] Ε5 : που επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες ή για τον οποίο ισχύουν διαφορετικές εκδοχές: Στο λόγο του υπήρχαν πολλά αμφιλεγόμενα σημεία.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. τά ἀμφιλεγόμενα, ουδ. πληθ. μπε. του αρχ. ἀμφιλέγω `αμφιβάλλω΄]
- αναφλέγω [anafléγo] -ομαι Ρ αόρ. ανέφλεξα, απαρέμφ. αναφλέξει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) ανεφλέγη, ανεφλέγησαν : (λόγ.) προκαλώ ανάφλεξη.
[λόγ. < αρχ. ἀναφλέγω]
- ανέλεγκτος -η -ο [anéleŋgtos] Ε5 : (λόγ.) που δεν ελέγχεται· ανεξέλεγκτος: H φαντασία, ανέλεγκτη κατά τον ύπνο από τη διανόηση, σχηματίζει αυθαίρετες ονειρικές εικόνες.
[λόγ. < αρχ. ἀνέλεγκτος]
- ανεξέλεγκτος -η -ο [anekséleŋgtos] Ε5 : α.που δεν τον εξακρίβωσαν ή που δεν είναι δυνατό να τον εξακριβώσουν με έλεγχο: Aνεξέλεγκτοι λογαριασμοί. Aνεξέλεγκτες γνώμες / απόψεις. Δε μας πείθουν ανεξέλεγκτες πληροφορίες και ανεξέλεγκτα επιχειρήματα. β. που δεν υπόκειται σε έλεγχο, που ενεργεί ή γίνεται χωρίς να ελέγχεται: Aνεξέλεγκτη δράση / διαχείριση / διοίκηση / απόφαση. || (για πρόσ.) ασύδοτος: Tους άφησε ανεξέλεγκτους και κάνουν ό,τι θέλουν.
ανεξέλεγκτα ΕΠIΡΡ στη σημ. β. [λόγ.: α: αρχ. ἀνεξέλεγκτος· β: σημδ. γαλλ. incontrôlable]
- αντιλέγω [andiléγo] Ρ πρτ. αντέλεγα, αόρ. αντείπα, απαρέμφ. αντιπεί : εκφράζω διαφωνία ή αντίρρηση.
[λόγ. < αρχ. ἀντιλέγω]



